Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ποια τα πραγματικά προβλήματα και ποια η αντιμετώπισή τους



του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 197, στις 21/2/1991

Όταν πριν από αρκετά χρόνια από τις στήλες αυτής της εφημερίδας θέταμε το ζήτημα του πώς χρησιμοποιούνται ή πώς μέλλεται να χρησιμοποιηθούν τα ζητήματα των εθνοτήτων, μειονοτήτων κ.τ.λ. (υπαρκτά και ανύπαρκτα), αντιμετωπιστήκαμε σαν να προερχόμασταν περίπου "από το φεγγάρι". Τα όσα αναφέραμε και με βάση τις πολιτικές συνθήκες της εποχής αντιμετωπίζονταν σαν κάποιες "παράξενες" σκέψεις κάποιων "περίεργων" τύπων. Ήρθε όμως ο καιρός και το ζήτημα έχει τεθεί με τρόπο που υποχρεώνει τον καθένα στην αντιμετώπιση του.


Οι στόχοι των ΗΠΑ

Ένα πρώτο ζήτημα, που οφείλουμε να χουμε καθαρό, είναι οι στόχοι που εξυπηρετούν αυτές οι περίφημες εκθέσεις, αλλά και μια σειρά άλλες ενέργειες που εκπορεύονται απ' τις ΗΠΑ.
Για μας, είναι περισσότερο από καθαρό ότι μόνο για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ενδιαφέρονται οι ΗΠΑ. Αντίθετα, αποτελούν τη δύναμη εκείνη που, εδώ και πολλά χρόνια, ευθύνεται για πολλαπλά εγκλήματα σε βάρος των λαών και των δικαιωμάτων τους. Πολύ κακό "συνήγορο", συνεπώς, θα διάλεγαν όσοι πιθανόν θα επεδίωκαν την υποστήριξη των ΗΠΑ, ακόμη και σε τυχόν δίκαιες διεκδικήσεις τους.
Οι εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (ή ό,τι ανάλογο) δεν αποτελούν τίποτα άλλο από υποθήκες επέμβασης. Είτε αναφέρονται σε υπαρκτά, είτε σε ανύπαρκτα προβλήματα οι εκθέσεις αυτές στοχεύουν στην πίεση πάνω σε χώρες για άμεσα οφέλη και διαμόρφωση ευνοϊκών (για τις ΗΠΑ) συσχετισμών. Στο να κρατούνται "ανοιχτά" κάποια ζητήματα (υπαρκτά ή ανύπαρκτα), ώστε να μπορούν οι ΗΠΑ να παρεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο (μέχρι και με ένοπλη επέμβαση), όταν τα συμφέροντα τους το υπαγορεύουν.
Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή. Εποχή στην οποία έχει τεθεί ζήτημα ανακατανομής των αγορών και αναδιανομής του κόσμου, μια τέτοια πολιτική αποτελεί "πολύτιμο" εργαλείο για μια υπερδύναμη που στοχεύει να ωφεληθεί τα μέγιστα από την επιδιωκόμενη αναδιανομή. Όχι πως και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν κινούνται ανάλογα (πολλά θα μπορούσαν να λεχθούν π.χ. για τον τρόπο που η ηγεσία της Σ.Ε. αντιμετωπίζει το ζήτημα των εθνοτήτων).
Ωστόσο, αυτή που σήμερα έχει τον πρώτο λόγο, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι η υπερδύναμη των ΗΠΑ και, βεβαίως, αυτή που οι παρεμβάσεις της σχετίζονται άμεσα με δικά μας ζητήματα.


Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να 'χουμε, επίσης καθαρό ένα ακόμη ζήτημα. Οι Αμερικάνοι δεν είναι ούτε "φιλότουρκοι", ούτε "φιλοσκοπιανοί", ούτε "φιλέλληνες". Επιδιώκουν απλώς την προώθηση των σχεδίων τους και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Αν αυτά "ευνοούν" προσωρινά αυτήν ή εκείνη την πλευρά, αυτό είναι συγκυριακό. Το μόνιμο, ο "αριθμητής", είναι η εξυπηρέτηση των αμερικάνικων συμφερόντων. Υπάρχει, ωστόσο, και ένας "παρονομαστής" που είναι κι αυτός μόνιμος. Και σχετίζεται με το ότι οποτεδήποτε και οπουδήποτε, η προώθηση παρόμοιων σχεδίων συνοδεύτηκε πάντα με το μεγαλύτερο κόστος για τους λαούς. Όλους τους λαούς. Τούρκους, Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους κ.ά. Κι αυτό είναι που πρέπει να μετρήσουμε.

Πώς αντιμετωπίστηκε το ζήτημα

Πριν αναφερθούμε, ωστόσο, στο προηγούμενο και το οποίο θεωρούμε σαν το βασικό, ας σταθούμε σε κάποια άλλα πράγματα. Στο πώς αντιμετωπίστηκε το ζήτημα αυτό από την πλευρά της "ηγετικής" δύναμης της χώρας μας, της μεγαλοαστικής τάξης και των πολιτικών της εκφραστών. Η βασική επισήμανση που θέλουμε να κάνουμε είναι ότι έπαιξε ακριβώς με τον τρόπο που ήθελαν οι Αμερικάνοι. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις τελευταίες αντιδράσεις της, αλλά στο σύνολο της πολιτικής της απέναντι στο πρόβλημα. Μιας πολιτικής που είναι ένα "ιδιόρρυθμό" κράμα σωβινισμού και υποτέλειας. Μιας πολιτικής που έχει φέρει κάποιες συμφορές και μπορεί να φέρει κι άλλες. Το παράδειγμα της Κύπρου θα αρκούσε για όσους θα 'θελαν πραγματικά να διδαχτούν. Γιατί, όπως παλαιότερο έχουμε αναφέρει, η επέμβαση του Ιωαννίδη δεν έπεσε απ' τον ουρανό. Ήταν η ακραία έκφραση, ναι, αλλά μιας πολιτικής που ήδη ακολουθιόταν για χρόνια, απέναντι στο Κυπριακό ζήτημα.
Ανάλογα χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα που ανέκυψε πρόσφατα με την Αλβανία, Τα σενάρια για διαμελισμό της Αλβανίας (με πηγές και από τις ΗΠΑ και αυτά) άνοιξαν την όρεξη και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Και μπήκανε στο παιχνίδι με το γνωστό τρόπο. Επίσης γνωστά και τα αποτελέσματα σε σχέση με την ελληνική μειονότητα. Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη γνωστό αποτέλεσμα, αν και όχι τόσο "διαδεδομένο". Οι εγχώριοι σωβινιστές συνέβαλαν τα μέγιστα στο ν' αρχίσει να τίθεται ένα πρόβλημα μεταβολής των συνόρων στα Βαλκάνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ταυτόχρονα ανατίναξαν κάποιες σχέσεις που είχαν αρχίσει να οικοδομούνται με την Αλβανία.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισαν και το ζήτημα των μειονοτήτων στη χώρα μας, καθώς και την πρόσφατη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Σωβινισμός και ξενοδουλεία. Η βασική τους πολιτική επιδίωξη υπήρξε η προσπάθεια να "αλλάξει" η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Και απ' ό,τι πληροφορηθήκαμε, αυτή πράγματι άλλαξε. Και φανταζόμαστε πόσο ευχαριστημένοι νιώθουν και πόσο "πετυχημένοι". Αλλά εδώ υπάρχουν κάποια ερωτήματα.
α) Το αν υπάρχουν ή όχι αυτές οι μειονότητες, το αν καταπιέζονται ή όχι, αυτό σχετίζεται με το αν το αναγνωρίζουν οι Αμερικάνοι;
Ρ) Το αν συντάξανε την περί ης ο λόγος έκθεση είναι επειδή "δεν γνώριζαν" και τώρα "έμαθαν";
γ) Αποκλείεται οι ΗΠΑ να "ξαναλλάξουν" άποψη για το θέμα;
Από τη μεριά μας είμαστε παραπάνω από βέβαιοι ότι οποτεδήποτε οι ΗΠΑ κρίνουν σκόπιμο για τα σχέδια τους, μπορούν να προβάλλουν την οποιαδήποτε άποψη. Και απ' αυτό ένα μόνο συμπέρασμα μπορεί να βγει: Η διαμόρφωση πολιτικής ως προς αυτά τα ζητήματα, μόνο από το τι λεν ή τι σχεδιάζουν οι ΗΠΑ δεν μπορεί να εξαρτάται.

Πώς έχει το ζήτημα

Πριν περάσουμε, ωστόσο, σ' αυτά που εμείς βλέπουμε να βγαίνουν σαν συμπεράσματα από την όλη ιστορία, ας σταθούμε λίγο σ' αυτά καθαυτά τα ζητήματα.
Όσον αφορά τη μουσουλμανική ή τουρκική μειονότητα, έχουμε να πούμε τα εξής: η μειονότητα αυτή υπάρχει κι αυτό δεν μπορεί ν' αμφισβητηθεί από κανέναν. Ως προς το ερώτημα αν είναι μουσουλμανική ή τουρκική, για μας, αυτό το δίλημμα μπορούν να το απαντήσουν μόνο οι ίδιοι οι μειονοτικοί. Είναι αυτό που αισθάνονται ότι είναι. Ταυτόχρονα, έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την ιδιότητα τους σαν Έλληνες πολίτες καθώς, βεβαίως, και τα ιδιαίτερα δικαιώματα τους σαν μειονότητα. Ως προς το αν δέχονται καταπίεση ή όχι, αυτό είναι γνωστό ακόμη και σ' αυτούς που αναλαμβάνουν να "επιχειρηματολογήσουν" περί του αντιθέτου. Και αυτό δεν "απαντιέται" και δεν αντισταθμίζεται με το ότι η ελληνική μειονότητα στην Τουρκία πράγματι καταπιέστηκε και πράγματι διώχτηκε με τον πιο ωμό τρόπο.
Πιο σύνθετο εμφανίζεται το ζήτημα με τη "μακεδονική" ή σλαβομακεδονική μειονότητα. Κατ' αρχήν ένα πράγμα πρέπει να είναι καθαρό. Οι άνθρωποι αυτοί υπάρχουν. Και όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία, δεν έχει παρά να πάει μια βόλτα στη Δυτ. Μακεδονία. Άλλωστε, και όλοι αυτοί που μέχρι σήμερα αμφισβητούσαν την ύπαρξη τους, σήμερα αναγκάζονται να την παραδεχτούν και στρέφουν την προσπάθεια τους στην εξήγηση (ή "εξήγηση") του τι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν. Ως προς αυτό το τελευταίο, και όσον αφορά την ιστορική, εθνολογική διερεύνηση του ζητήματος, οφείλουμε να ομολογήσουμε από τη μεριά μας μια σχετική αδυναμία. Μια αδυναμία που συνδέεται και με τις διαστρεβλώσεις, που από κάθε πλευρά, εδώ και χρόνια, "φορτώθηκε" το ζήτημα. Αυτό δεν σημαίνει ό τι δεν έχουμε κάποια πράγματα να πούμε.
Ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας ήταν αυτός που, περισσότερο ίσως από άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατοικούνταν από μη αμιγή εθνολογικά πληθυσμό. Υπήρχαν 'Έλληνες μέχρι το Μοναστήρι και Σλάβοι (Βούλγαροι κ.τ.λ.) μέχρι και τη Νότια Μακεδονία. Καθώς επίσης Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Αρμένηδες κ.ά. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που η περιοχή αυτή διεκδικήθηκε και από τις τρεις βαλκανικές χώρες, που ξαναγεννιόνταν από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία). Πριν τη συμμαχία τους, κατά τη διάρκεια της και μετά απ ' αυτή, διεξαγόταν ένας αμείλικτος αγώνας για τον έλεγχο όσο γίνεται μεγαλύτερων τμημάτων, από την κάθε πλευρά. Ιδιαίτερα ανάμεσα σε Ελλάδα-Βουλγαρία, όπου αν η μια πλευρά (Ελλάδα) φαινόταν να χει μαζί της την Ιστορία, η άλλη (Βουλγαρία) θεωρούσε πως έχει δική της την τότε πραγματικότητα, δηλαδή τη σύνθεση του πληθυσμού.
Δεν είναι εύκολο σήμερα (και ούτε θεωρούμε πως έχει πια κάποια σημασία) να ελεγχθούν κάποια πράγματα. Το γεγονός βρίσκεται στο ότι οι πόλεμοι, του 1912 αρχικά και του 1913 στη συνέχεια, δώσανε τη βασική λύση στο πρόβλημα. Στη συνέχεια, με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1922 και τις συνθήκες που ακολούθησαν, μικρές αλλαγές και μόνο γίνανε σ' αυτό που προέκυψε βασικά το 12- 13. Η συνοριακή λύση, ωστόσο, δεν έλυσε και το πρόβλημα της πληθυσμιακής σύνθεσης. Αυτό λυνόταν (ή "λυνόταν") με τις διαδοχικές μετακινήσεις πληθυσμών όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και με διαδικασίες αφομοίωσης (όπου η καταπίεση έπαιζε παντού και πάντα τον πρώτο ρόλο).
Αυτή η ρευστότητα, ωστόσο, στο ζήτημα της πληθυσμιακής σύνθεσης έδινε τη δυνατότητα σε κάθε πλευρά να διατηρεί διεκδικήσεις απέναντι στις άλλες. Γνωστές και οξύτατες οι διαφορές Σερβίας - Βουλγαρίας. Οι βουλγαρικές διεκδικήσεις(προπολεμικά) απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και ελληνικές απέναντι στους άλλους (Ανατ. Ρωμυλία κ.τ.λ.). Το αξιοσημείωτο σ ' αυτή την πορεία των εκατέρωθεν διεκδικήσεων είναι ότι το λεγόμενο "μακεδονικό" έθνος εμφανίζεται από ελάχιστα μέχρι καθόλου. Βασικά, με θέσεις, ρόλο και διεκδικήσεις εμφανίζεται μετά το '45, οπότε και συγκροτείται η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας στη Γιουγκοσλαβία.
Στο ζήτημα αυτό, εμείς έχουμε κάποια ιστορικό ερωτήματα αλλά κανένα πολιτικό. Ιστορικά, το βασικό ερώτημα είναι το αν όντως αποτελούν ιδιαίτερο σλαβικό φύλο ή απλώς αποτελείται από Βούλγαρους (η κυριότερη εκδοχή) ή Σέρβους ή και τα δύο, οπότε τα περί ιδιαίτερου έθνους είναι απλώς κατασκευάσματα. Φυσικά, τα περί μακεδονικού έθνους που αποτελεί συνέχεια της Μακεδονίας του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου είναι απλώς φαιδρά.
Το πραγματικό ερώτημα (και στο οποίο δεν αισθανόμαστε αρμόδιοι ν' απαντήσουμε) βρίσκεται στο αν αποτελούν ιδιαίτερο σλαβικό φύλο.
Από πολιτική άποψη, ωστόσο, οι απόψεις μας είναι ξεκαθαρισμένες. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι αν ο Τίτο το '45 προώθησε τη δημιουργία του κράτους της Μακεδονίας, αυτό εμπεριείχε, από τη μεριά του κάποιες συγκεκριμένες σκοπιμότητες.
α) Αποδυνάμωσε τη μεγαλύτερη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία), τμήμα της οποίας ενσωματώθηκε στο δημιουργούμενο κράτος της Μακεδονίας.
β) 'Έδινε υπόσταση σε μια περιοχή που, με βάση την ποικιλία της εθνολογικής της σύνθεσης και κύρια τη βουλγάρικη επιρροή πάνω σ' αυτή, μπορούσε να του δημιουργήσει προβλήματα.
γ) Έβαλε υποθήκες για τυχόν "επέκταση" του προς νότο, αν οι συνθήκες τον ευνοούσαν.
Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα, εμείς έχουμε να πούμε: αυτός ο λαός δικαιούται να θεωρεί πως είναι αυτό που πιστεύει ότι είναι. Αυτό που δεν δικαιούται είναι οι εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι σ' οποιαδήποτε χώρα. Αν δηλ. η χρησιμοποίηση του όρου Μακεδονία σημαίνει και τη διεκδίκηση τής από 'δώ πλευράς, τότε θα πρέπει να γνωρίζουν ότι θα πρέπει πρώτα να "ρωτήσουν" και το λαό που κατοικεί στην από 'δώ πλευρά. Ακόμη περισσότερο, έχουμε τη γνώμη πώς τα διάφορα φασιστοειδή που εκμεταλλεύονται τα προβλήματα ενός κόσμου ή τις "μνήμες καταπίεσης" των Σλαβομακεδόνων των ΗΠΑ κ.τ.λ. για να φτιάχνουν χάρτες της "Μεγάλης Μακεδονίας", ένα ρόλο έχουν. Να χρησιμοποιηθούν, αν χρειαστεί, από τις ΗΠΑ, σαν μοχλός για τη δημιουργία προβλημάτων, είτε στη Γιουγκοσλαβία, είτε στην Ελλάδα, είτε στη Βουλγαρία και με κόστος των λαών όλης της Βαλκανικής, συμπεριλαμβανομένων και των Σλαβομακεδόνων.
Ανάλογες περιπλοκές εμφανίζει και το ζήτημα της σλαβόφωνης μειονότητας που κατοικεί στη Β.Δ. Μακεδονία. Αν υπάρχει πρόβλημα εθνολογικού προσδιορισμού των "Μακεδόνων" της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, ακόμη περισσότερο υπάρχει γι' αυτούς. Οι κάτοικοι αυτής της περιοχής δέχτηκαν κατά καιρούς τις επιδράσεις και της βουλγάρικης, και της σέρβικης, και της "μακεδονικής", και της ελληνικής προπαγάνδας. Ταυτόχρονα δέχτηκαν την καταπίεση των Βουλγάρων (στην κατοχή), αλλά και του ελληνικού κράτους για δεκαετίες ολάκερες. Αποτέλεσμα, να υπάρχει πρόβλημα προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, όχι μόνο από άποψη εθνολογικής, ιστορικής έρευνας, αλλά και από άποψη υποκειμενική, από άποψη τού πώς αισθάνονται οι ίδιοι. Απ' όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, νομίζουμε (με κάθε επιφύλαξη αυτό) πως περισσότερο βρίσκονται σε σύγχυση ως προς το ζήτημα αυτό, παρά οτιδήποτε άλλο.
Αναφερθήκαμε προηγούμενα στο ζήτημα της καταπίεσης που έχουν υποστεί απ' το ελληνικό κράτος. Και μια και πολλά λέγονται για τη δημοκρατία και για το "σεβασμό", απ' την ελληνική μεριά, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καλό είναι να πούμε κάποια πράγματα για το ζήτημα αυτό. Και μπορούμε να πούμε κατηγορηματικά τούτο: το τμήμα αυτό του ελληνικού λαού υπήρξε αυτό που δέχτηκε τη μεγαλύτερη καταπίεση τις δεκαετίες μετά το '20. Δεν του αναγνωριζόταν (και δεν του αναγνωρίζεται) καν η ύπαρξη. Υπήρξαν περίοδοι που απαγορευόταν ακόμη και το να μιλούν τη γλώσσα τους. Ενώ πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στη διάρκεια του εμφύλιου. Αν θεωρήσουμε (δεν έχουμε ακριβή στοιχεία) ότι αποτελούσε το 1% με 2% του ελληνικού πληθυσμού, το "μερτικό" του στους εκτελεσμένους του εμφύλιου ήταν τρομακτικά υψηλότερο. Είναι αλήθεια ότι εδώ και μερικά χρόνια δεν υπάρχει ανοιχτή καταπίεση. Αυτό όμως είναι η επιφάνεια. Αυτό που υπάρχει είναι οι πολύ έντονες μνήμες καταπίεσης που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη στάση αυτού του κόσμου. Μνήμες που το ελληνικό κράτος φροντίζει να τις συντηρεί είτε "διακριτικά", είτε ανοιχτά (βλ. ρολό Καντιώτη στη Φλώρινα και αλλού).
Σήμερα, πέρα απ' το γενικό χαρακτηριστικό της "σύγχυσης" που προαναφέραμε, έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό μια διαδικασία αφομοίωσης, ενώ το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να βρίσκει κάποια απήχηση (σε μικρό βαθμό, απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε) η προπαγάνδα των Σκοπίων. Όσο αφορά την κάποτε ισχυρή βουλγάρικη επιρροή, αυτή έχει αποδυναμωθεί καθοριστικά, εκτός κι αν υποθέσουμε ότι βρίσκεται σε "λήθαργο".

Συμπεράσματα

Κατά τη γνώμη μας η αντιμετώπιση του ζητήματος θα πρέπει να γίνει με βάση δυο σημεία στήριξης. Το απαραβίαστο των συνόρων και το σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Αυτά αποτελούν αρχές, που η σημασία τους σήμερα ξεπερνάει κατά πολύ την (υπαρκτή) ηθική διάσταση του ζητήματος και παίρνει ένα κρίσιμο πολιτικό περιεχόμενο.
Σήμερα πια, δεν συγχωρούνται κανενός είδους αυταπάτες. Από τη μεριά μας, έχουμε καθαρό ότι από οποιαδήποτε πλευρά τεθεί ενεργά εδαφικό ζήτημα, ανοίγει το δρόμο για Λιβανοποίηση συνολικά της Βαλκανικής, ανοίγει το δρόμο των δεινών και του αίματος, για όλους ανεξαίρετα τους λαούς της περιοχής.
Αν αυτά θεωρούνται υπερβολικά, εμείς υποχρεούμαστε να θυμίσουμε κάτι. Όταν όλοι έπλεαν στα πελάγη της ύφεσης και της "ειρηνικής εξέλιξης" που ανοίγει η συνεργασία των υπερδυνάμεων, εμείς λέγαμε ό τι αυτό που έρχεται είναι ο ανταγωνισμός για την αναδιανομή του κόσμου. Ήμασταν και τότε "υπερβολικοί". Σήμερα δεν έχει κανείς παρά ν' ανοίξει την τηλεόραση του στο CNN.
Η αποτροπή μιας τέτοιας ολέθριας εξέλιξης για τους λαούς της περιοχής είναι δυνατή. Συνεπάγεται, ωστόσο, κάποια πράγματα. Και πρώτα απ' όλα την αναγνώριση των εχθρών απ' τους φίλους. Αυτών που έχουν συμφέρον και σχεδιάζουν να εμπορευτούν μια τέτοια εξέλιξη, να εμπορευτούν το αίμα των λαών. Αυτών που από άγνοια, φανατισμό ή βλακεία μπορεί να παίξουν το παιχνίδι των προηγουμένων. Και αυτών που θέλουν και μπορούν να ενωθούν στην πάλη ενάντια στα κάθε λογής αντιδραστικά σχέδια.
Όπως κιόλας αναφέραμε, οι μεγαλύτεροι εχθροί των λαών, αυτοί που δεν πρόκειται να διστάσουν να τους ματοκυλήσουν για τα συμφέροντα τους είναι οι ιμπεριαλιστές, και στη συγκεκριμένη περίπτωση πρώτα και κύρια οι ΗΠΑ (θεωρούμε βέβαιο ότι ήδη χώνονται, και στην πορεία πρόκειται να ενεργοποιηθούν περισσότερο και άλλοι ιμπεριαλιστές). Θα πρέπει ν' αγωνιστούμε να εξουδετερωθεί η οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που η θέση τους φαίνεται να μας "ευνοεί". Η "εύνοια" των ιμπεριαλιστών δεν είναι παρά το διαβατήριο για την κόλαση. Τα παραδείγματα πολλά και πρόσφατο για μας το παράδειγμα της Κύπρου.
Ανάλογη θεωρούμε ότι πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των μεγαλοαστικών κύκλων των εξαρτημένων απ' τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Όχι μόνο δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σ’ αυτούς και τους εκφραστές τους, αλλά θα πρέπει να τους θεωρούμε σαν το φορέα μέσω του οποίου προωθούνται τα διάφορα ιμπεριαλιστικά σχέδια, και στη χώρα μας και αλλού. Και εδώ για να ξεκαθαρίσουμε ένα ζήτημα. Γιατί κάποιοι αναρωτιούνται: δεν νοιάζονται δηλαδή αυτοί γι' αυτόν τον τόπο; Εμείς θα απαντήσουμε ναι. Νοιάζονται λίγο περισσότερο απ' όσο νοιάζεται κάποιος για τα οικόπεδα του ή για κάποιες επιχειρήσεις που του αποδίδουν. Και σίγουρα θέλει να υπερασπίσει το "έχει" του ή και να το μεγαλώσει. Έτσι μπορεί και να "τζογάρει" κιόλας στο χρηματιστήριο των συσχετισμών. Όπως στην Κύπρο. Όπως πρόσφατα με την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Ε, και αν τα πράγματα πάνε πολύ στραβά, το "Κάιρο" της κατοχής μπορεί να βρίσκεται σήμερα στο Λονδίνο, το Παρίσι ή τη Ζυρίχη.
Το πρόβλημα βρίσκεται στους λαούς. Σ' αυτούς που είναι δεμένοι με τον τόπο τους. Σ' αυτούς που έχουν "κομμένα" τα "διαβατήρια" τους. Μόνο αυτοί μπορούν να δώσουν ολοκληρωμένη και ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα. Χτύπημα και απομόνωση του σωβινισμού, σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, πολιτική φιλίας και συνεργασίας με τους λαούς της Βαλκανικής, εκεί βρίσκεται η λύση.
Η πάλη μας ενάντια στο σωβινισμό των "άλλων", για να έχει νόημα, για να 'ναι πειστική και αποτελεσματική, θα πρέπει πρώτα να στρέφεται ενάντια στο "δικό μας" σωβινισμό.
Σε σχέση με τις μειονότητες. Πραγματικά σήμερα γίνονται προσπάθειες από πολλές πλευρές να χρησιμοποιηθούν σαν μοχλοί αποσταθεροποίησης (και όχι μόνο στη χώρα μας). Η απάντηση στο πρόβλημα δεν βρίσκεται στην καταπίεση τους. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους δεν έχει μόνο τη δική του αυτή καθαυτή αξία. Αποτελεί ταυτόχρονα και το πιο αποτελεσματικό μέσο για να φράξει ο δρόμος σ' αυτούς που θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις μειονότητες για τα σχέδια τους.
Η πολιτική φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής αποτελεί πλέον όρο ζωής. Η κρισιμότητα της βρίσκεται πέρα απ' τα οφέλη που σε κάθε επίπεδο θα μπορούσε να αποφέρει μια τέτοια συνεργασία. Βρίσκεται στους κινδύνους που ήδη αιωρούνται πάνω απ' τον ουρανό των Βαλκανίων. Η πολιτική των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα έχει ήδη δημιουργήσει πολλά προβλήματα και αρνητικές καταστάσεις. Οι λαοί οφείλουν ν' αγωνιστούν για μια άλλη κατεύθυνση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου