Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Και πάλι για το Μακεδονικό ζήτημα


του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία, φυλ. 596, στις 10/05/2008



Τα «σκουπίδια» που κρύβαμε «κάτω απ’ το χαλί»

Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή την ανακίνηση του μακεδονικού προβλήματος αναθερμάνθηκε και η συζήτηση για την ύπαρξη ή μη σλαβο-μακεδονικής μειονότητας στη χώρα μας. Αρθρα, αναλύσεις, συζητήσεις στην τηλεόραση πάνω σ’ ένα ζήτημα κατά τα άλλα «ανύπαρκτο». Κάτι «δίγλωσσοι» υπάρχουν, μόνο που μας προέκυψαν κατά μυστηριώδη τρόπο και τους οποίους άλλωστε «δεν χρειάζεται» να τους ρωτήσουμε καν για να αποφανθούμε επί του θέματος.


Στο όλο ζήτημα ήρθε να δώσει μια ιδιαίτερη διάσταση η παρέμβαση της κας Παπαρήγα στη Βουλή, η οποία εξαπέλυσε τους κεραυνούς της ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς κύκλους που ανακινούν μειονοτικά θέματα και με στόχο την προώθηση των σχεδίων τους στην περιοχή.
Αναμφίβολα το ζήτημα που έθεσε και υπαρκτό είναι και πάρα πολύ σοβαρό. Μπορεί ωστόσο η αντιμετώπισή του να βασίζεται στο θάψιμο ενός υπαρκτού προβλήματος; Με βάση ποια «κομμουνιστική» αντίληψη μπορεί να είναι νοητό κάτι τέτοιο; Μπορούμε δηλαδή ως κομμουνιστές να κηρύξουμε -κι εμείς- εν «ανυπαρξία» τους σλαβο-μακεδόνες της χώρας μας; Μπορούμε να σταθούμε απέναντι στον Μάρκο, την Βελύκω, τον Χρίστο, την Μίρκα και να τους «πληροφορήσουμε» πως «δεν υπάρχουν»;
Αλλά ας επιχειρήσουμε να πούμε κάποια πράγματα.

Για τη συνολική διάσταση του ζητήματος

Για την ουσία του όλου ζητήματος έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα και αναλυτικά ήδη από τότε που ανέκυψε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Γιατί από τα πριν είχαμε καθαρό το πού στοχεύουν και τι επιδιώκουν οι ιμπεριαλιστές.
Τι είναι αυτό που «έρχεται» στα Βαλκάνια.
Ποιο ρόλο παίζουν και τι υπηρετούν οι διάφορες σοβινιστικές κλίκες στις βαλκανικές χώρες.
Γι’ αυτό και αντιταχτήκαμε με όσες δυνάμεις διαθέταμε στην ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Στο σοβινισμό αλλά και σε οπορτουνιστικές αντιλήψεις «ίσων αποστάσεων».
Γι’ αυτό και στραφήκαμε ενάντια στην πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης που διεκδικούσε ρόλο γκαουλάιτερ των Βαλκανίων. Που σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα αμφισβητούσε το δικαίωμα ύπαρξης ενός λαού, επιδιώκοντας έως και τη διάλυση του «θνησιγενούς κρατιδίου», όπως το χαρακτήριζε τότε ο -και «σοσιαλιστής»- Α. Παπανδρέου. Ταυτόχρονα δεν έχουμε κανενός είδους αυταπάτες για τον χαρακτήρα της στροφής της στον «ρεαλισμό».
Στην ίδια βάση αντιτασσόμαστε στην αντίληψη που εκπροσωπεί και εκφράζει η νέα κυρίαρχη ελίτ της FYROM. Αυτή που αναδείχτηκε μετά τον παραμερισμό της ιστορικής ηγεσίας αυτής της χώρας (Γκλιγκόροφ) και με πλήρη στήριξη Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Στις εθνικιστικές της αντιλήψεις και τις αλυτρωτικές της βλέψεις. Στην προθυμία της να υπηρετήσει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς ευελπιστώντας ότι θα εισπράξει τα οφέλη της «προστασίας» τους. Στον τυχοδιωκτισμό της σε τελευταία ανάλυση που αποτελεί πηγή κινδύνων πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο το λαό της γειτονικής χώρας.
Επειδή είχαμε και έχουμε την άποψη ότι οι δυο λαοί πρέπει να αναζητήσουν, να βρουν και να οικοδομήσουν δρόμους ενότητας, συνεργασίας και φιλίας, ειρηνικής επίλυσης των όποιων διαφορών τους χωρίς ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις και παρεμβάσεις.
Επειδή θεωρούμε ότι αυτό που έχει ζωτική ανάγκη η περιοχή είναι η οικοδόμηση του Μετώπου των Βαλκανικών λαών ενάντια στους ιμπεριαλιστές και τα ντόπια ενεργούμενά τους.
Στην ίδια βάση και σε σχέση με το ζήτημα του ονόματος τασσόμασταν υπέρ μιας λύσης κοινής αποδοχής. Οχι γιατί απαντάει ολοκληρωμένα στα προβλήματα που έχουν αναδειχτεί, ούτε επειδή θεωρούμε αυτό σαν το κύριο ζήτημα. Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, δυο θεωρούμε τα κύρια, τα πραγματικά ζητήματα. Το ένα είναι το «εδαφικό» (των συνόρων). Το δεύτερο το μειονοτικό ή όπως αλλιώς το χαρακτηρίσουμε.
Ολα τα άλλα αποκτούν σημασία και βαρύτητα κύρια στη σύνδεσή τους με τα δυο προηγούμενα. (Ποιος «σκάει» λ.χ. αν οι Καλάς του Πακιστάν είναι ή δεν είναι απόγονοι των Μακεδόνων στρατιωτών ή αν τους έρθει να ονομάσουν την περιοχή τους Μακεδονία). Δεν χρειάζεται άλλωστε να είναι κανείς «σοφός» για να κατανοήσει ότι καμιά φιλία και συνεργασία δεν μπορεί να προωθηθεί πραγματικά ενόσω διατηρούνται αλυτρωτικές, εδαφικές βλέψεις. Ποιους επικίνδυνους δρόμους ανοίγει λ.χ. η αμφισβήτηση της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) με την οποία προσδιορίστηκαν τα σύνορα των Βαλκανικών χωρών.
Σ’ αυτή λοιπόν τη βάση αντιμετωπίσαμε όχι σαν «δευτερεύον» αλλά σαν σημαντικό και το ζήτημα του «ονόματος». Οχι γιατί θεωρούμε ασήμαντη την εμπλοκή στο ζήτημα μιας «ταυτότητας» που διεκδικείται ολικά ή μερικά από την μια ή την άλλη πλευρά. Αλλά επειδή η σύνδεσή της με το εδαφικό της προσδίδει άλλες και πολύ πιο επικίνδυνες διαστάσεις.
Εχοντας λοιπόν σταθερή την άποψη ενότητας, φιλίας και συνεργασίας των δύο λαών θεωρούμε πως μια τέτοια κατεύθυνση δεν μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς μια λύση κοινής αποδοχής στο ζήτημα αυτό. Χωρίς μια λύση που θα σηματοδοτεί την εγκατάλειψη εδαφικών, αλυτρωτικών βλέψεων από κάθε πλευρά.

Και όμως …υπάρχουν

Αλλο τόσο θεωρούμε ότι δεν μπορεί να οικοδομηθεί μια τέτοια κατεύθυνση αν δεν απαντηθεί ουσιαστικά και στη βάση που του πρέπει το ζήτημα των σλαβο-μακεδόνων που ζουν στην ελληνική πλευρά της Μακεδονίας.
Ο κόσμος αυτός «υπάρχει». Και όσο αντιδραστική είναι η άποψη που θέτει «εδαφικό» ζήτημα ή προσβλέπει σε ιμπεριαλιστική επέμβαση άλλο τόσο αντιδραστική είναι αυτή που τον κηρύσσει «ανύπαρκτο». Ας επιχειρήσουμε ωστόσο να προσεγγίσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία του προβλήματος.
Αποτελεί πραγματικό γεγονός και δεδομένο του όλου ζητήματος ότι ο κόσμος αυτός βρίσκεται εγκατεστημένος στην περιοχή εδώ και 1300-1400 χρόνια. Ούτε εμάς ούτε την ουσία του προβλήματος αφορά -το «αφήνουμε» στους ιστορικούς αυτό- το αν αφομοίωσε ή αφομοιώθηκε από τους γηγενείς Μακεδόνες ή σε τι είδους επιμιξίες ήρθε με τα πάμπολλα φύλλα που περάσανε από την περιοχή. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αποτελεί ιδιαίτερη οντότητα με δικά της εθνολογικά, γλωσσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά και δεν μπορεί να θεωρείται ούτε «ανύπαρκτη» ούτε «παρείσακτη» στην περιοχή.
Αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο ασκήθηκε μια πολιτική καθυπόταξης, εκμηδένισης της ιδιαίτερης ταυτότητάς του και βίαιης αφομοίωσης από Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα. Οσον αφορά ειδικότερα τη χώρα μας με διωγμούς σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, που κορυφώθηκαν στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας και πήραν άγρια μορφή στην περίοδο του εμφύλιου για να συνεχιστούν και στο επόμενο διάστημα. Το αποτέλεσμά τους ήταν ένα μεγάλο μέρος των σλαβο-μακεδόνων της ελληνικής Μακεδονίας να εξαναγκαστεί να εκτοπιστεί (στις άλλες Βαλκανικές χώρες, τον Καναδά, την Αυστραλία) και όσοι μείναν να «προσαρμοστούν», να υποταχθούν στην άμεση και έμμεση βία του ελληνικού κράτους.
Αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι το καθεστώς τρόμου που επιβλήθηκε στους σλαβο-μακεδόνες είναι «ζωντανό» ακόμη και σήμερα παρόλο που εδώ και χρόνια δεν ασκείται ανοιχτή τρομοκρατία ενάντιά τους. Οι «μνήμες καταπίεσης» είναι τόσο έντονες στις συνειδήσεις αυτών των ανθρώπων ώστε να συνεχίζουν να καθορίζουν τη στάση των περισσότερων από αυτούς.
Αποτελεί επίσης πραγματικό γεγονός ότι σ’ όλα αυτά τα χρόνια έχει συντελεστεί μια διαδικασία «ομαλής» -αν μπορεί να ειπωθεί έτσι- αφομοίωσης. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό είχε η -και εκ των πραγμάτων- κυριαρχία (κρατική, οικονομική, κοινωνική, γλωσσική, πολιτιστική) της ελληνικής πλευράς. Σημαντικός επίσης ο ρόλος της επιμιξίας καθώς η μια γενιά διαδεχόταν την άλλη.
Σ’ αυτήν άλλωστε τη διαδικασία αφομοίωσης προσέβλεπε και προσβλέπει η αστική τάξη της χώρας μας. Το θέμα είναι ότι ανάλογα αντιμετωπίζονταν και από πολλούς «προοδευτικούς» που «ενοχλούνταν» τα μάλα από την ύπαρξη ενός ζητήματος που μπορούσε να τους φέρει σε σύγκρουση με την αστική τάξη. Μόνο που τα «σκουπίδια», που όλοι θέλαν να κρύβουν κάτω από το χαλί τους, δεν έπαψαν να υπάρχουν.

Ο αγώνας είναι κοινός

Το -αντικειμενικό- πρόβλημα εδώ είναι ότι με βάση όλα τα προηγούμενα, είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής διάσταση του ζητήματος. (Για τι αριθμούς μιλάμε, πώς αισθάνεται και πού τοποθετεί τον εαυτό του αυτός ο κόσμος κ.λπ.). Αυτό ωστόσο δεν αλλάζει τη θέση που οφείλουν να έχουν οι κομμουνιστές αλλά και κάθε προοδευτικός άνθρωπος απέναντι στο ζήτημα.
Οσο μας αφορά θεωρούμε τους σλαβο-μακεδόνες τμήμα του ελληνικού λαού, μιας ιδιαίτερης ταυτότητας με όλα όσα συνεπάγεται αυτό σε δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Θεωρούμε πως ο προσδιορισμός τού τι πραγματικά αποτελούν (τι «αισθάνονται») είναι αποκλειστικά (όπως και για κάθε πολίτη) δική τους υπόθεση. Ο ρόλος του κινήματος, κομμάτων, οργανώσεων και κάθε προοδευτικού ανθρώπου είναι να αγωνιστεί ώστε να διαμορφωθούν εκείνες οι προϋποθέσεις που να διασφαλίζουν την αβίαστη έκφραση της θέλησης και δυνατότητας αυτοπροσδιορσμού του κάθε Ελληνα πολίτη. Συνακόλουθα και για την αναγνώριση-κατοχύρωση όλων των δικαιωμάτων, τόσο των γενικών όσο και αυτών που αντιστοιχούν στην περίπτωσή τους.
Αυτόν τον αγώνα, που έχει βεβαίως τις ιδιαίτερες πλευρές και εκφράσεις του, δεν τον θεωρούμε σαν κάτι «άλλο», «ξένο» ή πολύ περισσότερο «ανταγωνιστικό» με τον συνολικό αγώνα του ελληνικού λαού. Αντίθετα, θεωρούμε πως είναι πλευρά, μορφή και έκφραση της συνολικής πάλης του ελληνικού λαού για το σύνολο των ζητημάτων που τον αφορούν. Ας διευκρινίσουμε μάλιστα πως εδώ δεν λέμε κάτι καινούριο. Πρόκειται για πολύ «παλιά» αντίληψη του κομμουνιστικού κινήματος άσχετα αν -όπως και πολλές άλλες- έχουν «ξεχαστεί» από πολλούς.
Τα προηγούμενα προσδιορίζουν και την πολιτική βάση, τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις απόψεις και την πολιτική δυνάμεων που κινούνται στο ίδιο ζήτημα. Θεωρούμε λοιπόν πως όσο αντιδραστική είναι η αντίληψη που αντιμετωπίζει σαν «ανύπαρκτους» τους σλαβο-μακεδόνες, άλλο τόσο αντιδραστική είναι εκείνη που αναζητάει την «λύση» στην ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Η Ιστορία, τόσο η παλιότερο όσο και η πρόσφατη, δείχνει πολύ καθαρά ότι για τους ιμπεριαλιστές οι λαοί (όλοι, χωρίς εξαίρεση) δεν αποτελούν παρά αναλώσιμη ύλη.
Αυτό οφείλει να μην το ξεχνάει κανείς ιδιαίτερα σήμερα και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια με τους ολοφάνερους κινδύνους που απειλούν τους λαούς και τις χώρες της περιοχής.

  
Και μια υπενθύμιση παλιότερων τοποθετήσεων, στα πλαίσια του ίδιου άρθρου.

 «Οι ιμπεριαλιστές στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν όρους και να διευκολύνουν τις επεμβάσεις τους χρησιμοποιούν κάθε μέσο και ένα από αυτά είναι η υποκίνηση (υπαρκτών ή όχι) διαφορών ανάμεσα σε διάφορες χώρες… Ενα κλίμα όπου μια γενικότερη «αναδιανομή» θεωρείται πια πολύ πιθανή και όπου κάθε αστική τάξη σπεύδει να βάλει τις «υποθήκες» της… Θα πρέπει να θεωρούμε τα σύνορα κάθε χώρας δεδομένα και απαραβίαστα και να αντιτασσόμαστε σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής τους… Πάνω απ’ όλα θα πρέπει να αντιταχθούμε στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στα ζητήματα αυτά. Και λέμε πάνω απ’ όλα επειδή οι σοβινιστικές διεκδικήσεις έχουν από μόνες τους περιορισμένο -πρακτικά- «ορίζοντα» ενώ μπορούν να αναπτυχθούν επικίνδυνα στα πλαίσια αντίστοιχων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων»
(Ζητήματα εθνικών μειονοτήτων -επικίνδυνα παιχνίδια, Π.Σ. Νο 60, 05-01-1985)

«Στο Βελιγράδι βλέπουν ότι στην περιοχή ανεβαίνει η ένταση, πιθανό να «ξαναμοιραστεί η τράπουλα» και βιάζονται να βάλουν «υποθήκες». Οπως όλοι οι κενόδοξοι και αντιδραστικοί θέλουν να αγνοούν για το ότι αν ανάψει φωτιά στην περιοχή οι φλόγες δεν θα τους αφήσουν άθιχτους. Και η στάση τους αποτελεί «συμβολή» στο ενδεχόμενο
να μεταβληθούν τα Βαλκάνια σε ''Λίβανο'' όπως ακριβώς ο Λίβανος έγινε ''Βαλκάνια''. Πρόκειται για ένα πολύ βρόμικο και επικίνδυνο παιχνίδι στο οποίο αν οι Τούρκοι, οι Έλληνες  και οι Γιουγκοσλάβοι αντιδραστικοί αποτελούν τις μαριονέτες, τα νήματα τα κινούν σίγουρα άλλοι».
(Το «Μακεδονικό» και τα επικίνδυνα παιχνίδια, Π.Σ. Νο 96, 13-06-1986)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου