Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Γι’ αυτά που συνέβησαν - Γι’ αυτά που έρχονται


Ομιλία του Βασίλη Σαμαρά τον Ιούνη του 2007 σε εκδήλωση για το Μέτωπο Αντίστασης


Για τον ρόλο της Αριστεράς σ’ αυτά που συνέβησαν
Τον ρόλο και τις ευθύνες της απέναντι σ’ αυτά που έρχονται

Μια σύντομη αναφορά στην διεθνή διάσταση του ζητήματος

Συνεχίζεται η επιδρομή των δυνάμεων του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στους λαούς.
Οξύνεται και παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις ο ανταγωνισμός για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Κλιμακώνει την επιθετική του πολιτική ο μεγαλύτερος εχθρός της των λαών και της ειρήνης ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός.
Ταυτόχρονα διαμορφώνεται μια σύνθετη και περίπλοκη κατάσταση καθώς έχουμε μπει σε μια περίοδο ανακατάταξης δυνάμεων, αναπροσαρμογής στρατηγικών σχεδιασμών έως και στρατηγικών συμμαχιών.



Από την άλλη μεριά έχουμε μπει επίσης σε μια περίοδο αφύπνισης των λαϊκών μαζών σ’ όλο τον κόσμο, ενίσχυσης των τάσεων ανασύνταξης του κινήματος.
Οι λαοί ξεπερνάν σιγά-σιγά το σοκ της ήττας, αλλά το κίνημα εξακολουθεί να κουβαλάει τα αποτυπώματα και τις συνέπειές της.
Παραμένει ζητούμενο η «εκ νέου» συγκρότηση του προλεταριάτου, της δύναμης κορμού της λαϊκής πάλης, σε «τάξη για τον εαυτό της». Η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας.
Έχουμε έτσι το φαινόμενο σε πολλές περιπτώσεις η πάλη των λαών ενάντια στο σύστημα να πραγματοποιείται υπό την ηγεσία μικροαστικών, αστικών ή και φεουδαρχικών διεργασιών και εκδηλώσεων από αστικούς έως και ιμπεριαλιστικούς κύκλους.
Παραμένει ισχυρή η δυνατότητα των ιμπεριαλιστών να απομονώνουν ένα κίνημα, έναν λαό και να τον τσακίζουν αβοήθητο.
Σημαντικά ωστόσο και ελπιδοφόρα μηνύματα δίνει η αντίσταση του ιρακινού λαού, η πάλη του νεπαλέζικου λαού, οι αγώνες που ξεσπάν στην Κίνα, τις Ινδίες, οι αγώνες της εργατικής τάξης, των λαών, της νεολαίας, τα αντάρτικα κινήματα από τη μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη.

Αν την όλη εικόνα τη βλέπαμε στατικά και με βάση τους συνολικούς συσχετισμούς ισχύος, θα την βρίσκαμε ίσως και ζοφερή. Εμείς ωστόσο και χωρίς να τρέφουμε κανενός είδους ψευδαισθήσεις βλέπουμε μια βασική αισιόδοξη πλευρά.
Την στηρίζουμε σε δυο βασικά παράγοντες.
Την εκτίμηση για το ρήγμα που έχουν ήδη δημιουργήσει οι εξελίξεις στα πλαίσια του συστήματος. Ένα ρήγμα που το διατρέχει από πάνω μέχρι κάτω. Τόσο στο διεθνές πεδίο όσο και στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Ο δεύτερος στην όπως αναφέραμε διαδικασία αφύπνισης των λαών και ανασυγκρότησης του κινήματος. Και πάλι χρειάζεται να διευκρινίσουμε κάτι. Και πάλι αν το βλέπαμε στατικά, με βάση τις αδυναμίες του ή συγκρίνοντας το επίπεδό του με αυτό που εμφάνιζε λ.χ. πριν από 20 χρόνια θα μας φαινόταν ότι το σημερινό υπολείπεται. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα.
Η ουσιώδης διαφορά βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στο ότι τότε το κίνημα βρισκόταν σε φάση καθόδου που ως γνωστόν οδήγησε εκεί που όλοι γνωρίζουμε. Σήμερα βρισκόμαστε χαμηλά, αλλά σε πορεία ανόδου και με προοπτικές ακόμη μεγαλύτερης ανάπτυξης.
Αυτό είναι το αισιόδοξο, το ελπιδοφόρο μήνυμα των καιρών.


Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα γίνουν όλα εύκολα, γρήγορα, απλά με βάση και μόνο τις τάσεις της εποχής.
Απαιτείται αγώνας και σοβαρές προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα.

Αλλά ας έρθουμε σ’ ένα πεδίο όπου τα δεδομένα είναι πιο πρόσφατα, άμεσα και προσιτά. Θα ήθελα για πολλούς λόγους να δούμε ορισμένα ζητήματα μέσα από πρόσφατες εμπειρίες. Ειδικότερα μέσα από τον αγώνα που έδωσε την χρονιά που μας πέρασε η σπουδάζουσα νεολαία.
Στο διάστημα που μας πέρασε είχαμε ένα κίνημα που εξέφραζε βαθύτερες ταξικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτές αντανακλάστηκαν και εκφράζονταν στο πεδίο της σπουδάζουσας νεολαίας.
Ειδικότερα εξέφραζε την αντίθεση και αντίσταση της νεολαίας στην επίθεση που δεχόταν
για το δικαίωμα στη μόρφωση. Το δικαίωμα στη δουλειά. Το δικαίωμα στη δημοκρατία. Το δικαίωμα στη ζωή. Η νεολαία αντιλαμβανόταν ότι τα νέα μέτρα αυτό που στόχευαν ήταν η παράδοση του μέλλοντός τους -της ζωής τους, στην ασύδοτη και αδηφάγα διάθεση του κεφαλαίου.
Και αντέδρασε. Μαζικά, μαχητικά, αποφασιστικά. Οι ειδικότεροι όροι και αυτοί που καθιστούν τη νεολαία δύναμη κρούσης τους κινήματος υπήρξαν:
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, η επίθεση που δεχόταν, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα.
Το ότι είναι …νεολαία. Με τη ζωντάνια, την ορμή και την αισιοδοξία της νιότης.
Την μαζικότητα του σπουδαστικού χώρου.
Την αγωνιστική παράδοξη του ελληνικού φοιτητικού κινήματος.
Με το ότι τα ΑΕΙ παραμένουν ακόμη ένας χώρος διακίνησης ιδεών και δυνατότητας μαζικών πολιτικών διαδικασιών.
Η δράση παρατάξεων που δεν ανήκουν στο αστικό και ρεφορμιστικό φάσμα.
Η δύναμη αυτού του κινήματος βρισκόταν στο ότι πάταγε σε πραγματικές αντιθέσεις. Στο ότι πάνω σ’ αυτές ανέπτυσσε τις δικές του διεκδικήσεις.
Ταυτόχρονα στο ότι στηριζόταν στην αγωνιστικότητα, την αποφασιστικότητα της μάζας των σπουδαστών.
Ακριβώς γι’ αυτό πέτυχε πολλά και σπουδαία. Η πρώτη και μεγάλη του κινήματος ήταν το ότι υπήρξε σαν τέτοιο.
Γιατί για να υπάρξει, για να κάνουν αυτό το αποφασιστικό βήμα οι νεολαίοι χρειάστηκε να σπάσουν πολλά φράγματα. Την επίδραση αντιλήψεων με τις οποίες βομβαρδίζονταν επί χρόνια από το σύστημα. Τις «παραινέσεις» ρεφορμιστών και άλλων «ρεαλιστών» που της έλεγαν μη, δεν μπορείς και της πρότειναν τον δρόμο της συνδιαλλαγής. Τις δικές της αναστολές και αδυναμίες.

Μπαίνοντας στο στίβο του αγώνα επιβεβαίωσε αυτά που ήδη «υποψιαζόταν» και ανακάλυψε περισσότερα.
Την αξία της συντροφικότητας, της πάλης, της οργανωμένης πάλης, της οργανωμένης πολιτικής πάλης. Αλλάζοντας τα πράγματα, άλλαζε ταυτόχρονα και η ίδια.
Έτσι μπόρεσε να αναγκάσει την κυβέρνηση να βάλει το πρώτο νόμο-πλαίσιο στο συρτάρι, πέτυχε μια μεγάλη πολιτική νίκη ματαιώνοντας την αναθεώρηση του άρθρου 16 που συμπαρέσυρε συνολικά τη συνταγματική αναθεώρηση. Απονομιμοποίησε στην ουσία και το νέο νόμο-πλαίσιο.
Διαφοροποίησε συνολικά το πολιτικό τοπίο. Έθεσε νέα πολιτικά δεδομένα από τη μεριά του κινήματος και με τρόπο που είχε πολλά χρόνια να συμβεί έτσι.
Και τελικά, οδήγησε στην ανάδειξη, τη διαμόρφωση όρων μιας αναμέτρησης ταξικού πολιτικού χαρακτήρα και με ένα κρίσιμο διακύβευμα. Το αν θα δημιουργούνταν κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ανάσχεσης ή κλιμάκωσης της επίθεσης του συστήματος, όχι απλά και μόνο ενάντια στη νεολαία, αλλά ενάντια συνολικά στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Εδώ σ’ αυτό το ζήτημα βρίσκεται για μιας και το κλειδί ερμηνείας και αξιολόγησης όλης αυτής της αγωνιστικής περιόδου.
Σ’ αυτή την αναμέτρηση κρίθηκε σε καθοριστικό βαθμό και η παραπέρα εξέλιξη αυτού του αγώνα. Σ’ αυτό κρίθηκε και η στάση, η πολιτική όλων των δυνάμεων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εμπλέχτηκαν σ’ αυτή τη διαδικασία.
Ταυτόχρονα, η στάση τους σ’ αυτό το ζήτημα «φωτίζει», μας δίνει και τα κριτήρια αξιολόγησης και της πολιτικής που ακολούθησαν όλο το προηγούμενο διάστημα.
Τη σημασία αυτής της αναμέτρησης την είδε πολύ καλά το σύστημα.
Γι’ αυτό και κήρυξε πανστρατιά.
Γι’ αυτό και επιστράτευσε και χρησιμοποίησε όλη του την ισχύ, όλα τα μέσα, τους μηχανισμούς και τις δυνάμεις που διέθετε. Γι’ αυτό και απαίτησε από τους ρεφορμιστές να κάτσουν «στην άκρη». Γι’ αυτό και προσπάθησε με κάθε τρόπο να απομονώσει, συκοφαντήσει, υπονομεύσει το σπουδαστικό κίνημα. Γι’ αυτό και το χτύπησε άγρια στις 8 του Μάρτη θέλοντας να το τσακίσει.
Ανάλογη -από την αντίθετη πλευρά- οφείλονταν να είναι (θεωρητικά τουλάχιστον) η αντιμετώπιση του ζητήματος.
Για να το πω απλά. Αν το ΚΚΕ λ.χ. ήταν πραγματικά ΚΚΕ αυτό που θα έκανε δεν θα ήταν απλά να υποστηρίζει τον αγώνα της νεολαίας. Θα αναλάβαινε το ίδιο την πολιτική ευθύνη αυτής της ταξικής-πολιτικής αντιπαράθεσης με όλα όσα συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Ανάλογα ισχύει και για τον ΣΥΝ. Πράξανε τα ακριβώς αντίθετα.
Δεν βλέπαν αυτό που συνέβαινε και τη σημασία του; Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν βλέπαν. Το ζήτημα είναι ότι δεν θέλαν καθόλου μια τέτοια αντιπαράθεση.
Το ΚΚΕ δεν ήθελε όχι αυτή την αντιπαράθεση, αλλά δεν ήθελε καν αυτό τον αγώνα που ξεκίνησε η νεολαία. Αντιτάχθηκε ανοιχτά από την αρχή και γιατί ήταν έξω από τον έλεγχο και τη γραμμή του αλλά και γιατί αντιλαμβανόταν πού οδηγούσε. Έτσι, όταν τέθηκε το δίλημμα αν θα συμπαραταχθεί ή όχι με το κίνημα ενάντια στο σύστημα, χωρίς κανένα δισταγμό τάχθηκε ενάντια στο κίνημα.
Το ίδιο και ο ΣΥΝ. Δεν ήθελε ούτε αυτή την αναμέτρηση αλλά ούτε και αυτόν τον αγώνα με την μορφή και τα χαρακτηριστικά που πήρε. Είναι γεγονός ότι κινήθηκε πιο ευέλικτα. Με σταθερή επιδίωξη ωστόσο να μεταφέρει το όλο ζήτημα στο πεδίο των διαπραγματεύσεων και του «διαλόγου» ανάμεσα στην κυβέρνηση από τη μια και την «πανεπιστημιακή κοινότητα» και τις «υπεύθυνες δυνάμεις» από την άλλη. (Όπως άλλωστε ανάλογα επεδίωκε και το ΚΚΕ).
Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να επιμείνουμε περισσότερο για πράγματα που είναι σχεδόν αυταπόδεικτα και γνωστά πλέον σε όλους.

Χρειάζεται να σταθούμε λίγο περισσότερο στην στάση των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μιας και εδώ κάποιες συμπεριφορές χρήζουν ιδιαίτερης ερμηνείας.
Καταρχάς και προς αποφυγή παρανοήσεων να ξεκαθαρίσουμε ένα ζήτημα.
Οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που εκφράζονταν στον σπουδαστικό χώρο είναι αυτές που από άποψη οργανωμένων δυνάμεων είχαν την σημαντική συμβολή στο να κινηθεί αυτή η αγωνιστική διαδικασία και με ισχυρότερη δύναμη στα πλαίσιά τους τα ΕΑΑΚ.
Η κριτική που θέλουμε να κάνουμε ελάχιστα αφορά τους νεολαίους που μάχονταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και σ’ αυτή μας την οπτική δεν εξαιρούμε ούτε τους νεολαίους της ΚΝΕ ή του ΣΥΝ. Για την δική μας οπτική ακόμη και τα λάθη των νεολαίων που μάχονται, άγια είναι!
Από την άλλη μεριά ωστόσο δεν διαθέτουμε ούτε ίχνος «κατανόησης» ή επιείκειας απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωναν την καθοδηγητική γραμμή που διαπερνούσε αυτή τη δράση. Αυτές λοιπόν οι δυνάμεις είτε αντιλήφθηκαν είτε όχι το ποια πολιτικά ζητήματα έμπαιναν και τη σημασία τους, το βέβαιο είναι ότι πολλές φορές έπραξαν αντίθετα από αυτά που απαιτούνταν.
Μας βοηθάει να αντιληφθούμε το τι συντελέστηκε και τη στάση του καθένα, αν δούμε τι απαιτούνταν για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των πολιτικών ζητημάτων που τίθονταν.
α) Καλύτερη συγκρότηση, οργάνωση στα πλαίσια του σπουδαστικού-φοιτητικού κινήματος.
β) Διεύρυνση του μετώπου πάλης καταρχάς σε πανεκπαιδευτικό και κατά τον δυνατόν σε παλλαϊκό επίπεδο.
γ) Στήριξη, έως και ανάληψη της πολιτικής ευθύνης της αντιπαράθεσης από τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς.
Για το τρίτο και όσον αφορά ειδικά ΚΚΕ και ΣΥΝ ήδη αναφερθήκαμε. Δεν θέλαν καν αυτή την αντιπαράθεση. Ως προς το δεύτερο, η κύρια ευθύνη ανήκει και πάλι σ’ αυτές τις δυνάμεις, καθώς ΚΚΕ και ΣΥΝ είχαν κατά κύριο λόγο τις πολιτικές και πρακτικές δυνατότητες να διευρύνουν το μέτωπο πάλης.
Σημειώνουμε μόνο ότι κάποιες μικρές έστω δυνατότητες στο χώρο των εκπαιδευτικών είχαν και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι οποίες ωστόσο προτίμησαν μάλλον να διαφυλάξουν τις γέφυρές τους παρά να «εκτεθούν».
Χρειάζεται να σταθούμε ιδιαίτερα στο πρώτο μια και σ’ αυτό είχαν ρόλο και δυνατότητα διαμόρφωσης όρων οι πέραν του ρεφορμισμού δυνάμεις.
Θα θέλαμε να το δούμε στη βάση των δυο πεδίων που όπως αναφέραμε βρισκόταν η δύναμη αυτού του κινήματος.
Πρώτο στις πραγματικές αντιθέσεις πάνω στις οποίες πάταγε, τις διεκδικήσεις που διαμόρφωνε πάνω σ’ αυτές τις αντιθέσεις, τα πολιτικά μέτωπα που άνοιγε στη βάση αυτών των διεκδικήσεων.
Δεύτερο στον κόσμο. Την σπουδάζουσα νεολαία που βίωνε αυτές τις αντιθέσεις, που σε μαζική κλίμακα ενστερνιζόταν αυτές τις διεκδικήσεις, που στήριξε μαχητικά αυτά τα μέτωπα.
Ας τα δούμε λίγο στην εξέλιξή τους.
Στην πάλη της σπουδάζουσας νεολαίας μπορούμε να δούμε μια σταδιακή κλιμάκωση του πολιτικού της εύρους.
Στην πρώτη φάση, ενάντια στο νόμο-πλαίσιο μια αντίθεση που συμπύκνωνε τις διεκδικήσεις της για το δικαίωμα στη μόρφωση, τη δουλειά, τη δημοκρατία.
Στη δεύτερη και με αιχμή του άρθρο 16, την εναντίωσή της στις προθέσεις του συστήματος να θεσμοθετήσει, παγιώσει την παράδοση της νεολαίας στη διάθεση του κεφαλαίου.
Στην τρίτη με την ανάδειξη της κρίσιμης αντιπαράθεσης που προαναφέραμε όπου κρίνονταν η ανάσχεση ή κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στη νεολαία και συνολικά το λαό.
Τι «κατάλαβαν» και κυρίως πώς στάθηκαν απέναντι σ’ αυτά τα πολιτικά ζητήματα αυτές οι δυνάμεις;
Έχουμε την άποψη πως αιχμάλωτες των ιδεοληψιών τους δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την πολιτική διάσταση και σημασία των ζητημάτων που έμπαιναν.
Το να βρίσκει δηλαδή κανείς «ολίγον» σαν πολιτικό στόχο για ένα φοιτητικό κίνημα και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες αρνητικών συσχετισμών, την ανατροπή ενός νόμου του συστήματος, ανήκει στο χώρο του πολιτικού ανέκδοτου.
Άσε που κάποιες απ’ αυτές τις ίδιες προς το τέλος κι όταν επείγονταν να «κλείσει» το ζήτημα ανακαλύψανε πως έναν τέτοιο μεγάλο στόχο «δεν τον μπορεί» το φοιτητικό κίνημα. Δείγμα ακριβώς της έλλειψης έρματος που τις χαρακτηρίζει.
Ή ακόμη το να βρίσκει κανείς «απολίτικη» μια διαδικασία που πολιτικοποίησε ραγδαία χιλιάδες νεολαίους και με ρυθμούς άγνωστους την προηγούμενη …εικοσαετία, δείχνει με πόσο πείσμα μπορεί να γαντζώνονται κάποιοι από τις ιδεοληψίες τους, αρνούμενοι να δουν αυτό που συντελείται ακριβώς μπροστά τους.
Και αν το όλο θέμα έμενε σ’ αυτό το ανεκδοτολογικό θέμα, θα μπορούσαμε κι εμείς απλώς να το …διασκεδάσουμε το πράγμα.
Το πρόβλημα είναι πως με όλη αυτή τη σύγχυση που σπέρνανε, με όλη αυτή τη φιλολογία για προγράμματα μιας «άλλης παιδείας» κ.λπ. στρώνανε το δρόμο στις απόψεις και τις παρεμβάσεις των ρεφορμιστών. Ακριβώς γι’ αυτό ψάχνανε μετά εναγωνίως να βρουν τεχνητούς τρόπους «διαχωρισμού» από τους ρεφορμιστές, κάνοντας ακόμη χειρότερα τα πράγματα.
Το ακόμα πιο σημαντικό είναι πως με αυτόν τον τρόπο δεν διευκόλυναν αλλά εμποδίζανε το άνοιγμα του μετώπου ενάντια στην «ενδιάμεση» ρεφορμιστική πλατφόρμα που μεθοδικά διαμορφώνονταν, πλασσάρονταν και προωθούνταν.
Ή αλλιώς στο όνομα μιας υποτιθέμενης «πολιτικοποίησης» μπλοκάρανε την δυνατότητα μιας ουσιαστικά παραπέρα πολιτικοποίησης αυτού του κινήματος.
Σε σχέση με το ζήτημα του άρθρου 16 φάνηκε ακόμη πιο καθαρά ποιες οι αντιλήψεις αλλά και τα όρια ορισμένων δυνάμεων.
Όταν στο όνομα υποτίθεται της πάλης ενάντια στην αντιδραστική αναθεώρηση συνολικά του συντάγματος αντιδρούσαν και υπονόμευαν την ανάδειξη σαν πολιτικού στόχου την εναντίωση στην αναθεώρηση του άρθρου 16.
Στην πραγματικότητα ούτε κατανοούσαν ούτε πίστευαν στην δυνατότητα να δοθεί και μάλιστα με προοπτικές επιτυχίας μια πολιτική μάχη.
Έτσι θέλαν να περιορίσουν το όλο ζήτημα σε μια ιδεολογική παρέμβαση και σε αναφορά με το σύνολο του συντάγματος. Ή αλλιώς στο όνομα μιας υποτιθέμενης διεύρυνσης και ανύψωσης του στόχου έθεσαν τον …κανένα πολιτικό στόχο. Λειτουργώντας σε μια τέτοια διάσταση, τους ήταν φυσικά αδύνατο να αντιληφθούν πως με αιχμή τον «αδύναμο κρίκο» δηλαδή το άρθρο 16 μπορούσε να τεθεί συνολικό πολιτικό ζήτημα και να μπλοκαριστεί συνολικά η αναθεώρηση όπως άλλωστε και έγινε.
Σε σχέση τέλος με την φάση όπου αναδείχτηκε και τέθηκε το ζήτημα της συνολικής και κρίσιμης αντιπαράθεσης, έδειξαν, με βάση και τα προηγούμενα, ότι το ζήτημα ήδη τους ξεπερνούσε κατά πολύ.
Ούτε κατάλαβαν, ούτε ήθελαν αυτή την αντιπαράθεση, και κυρίως ήταν ήδη προσανατολισμένοι αλλού. Γι’ αυτό και δεν την έδωσαν, γι’ αυτό και στην ουσία παραιτήθηκαν απ’ αυτήν. Και δεν εννοούμε τις «τελικές» προτάσεις στις οποίες οδηγήθηκαν ορισμένοι και τις οποίες θα μπορούσαμε αλλιώς να τις δούμε και με κάποια «κατανόηση». Εννοούμε όλη την λογική και όλη την πολιτική πρακτική που προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε σ’ αυτές.
Αλλά ας περάσουμε στην άλλη διάσταση του προβλήματος.
Όπως αναφέραμε, το πεδίο όπου υλοποιούνταν και έπαιρναν υπόσταση αυτές οι διεκδικήσεις ήταν οι ίδιοι οι φοιτητές. Στις διαθέσεις των φοιτητών-σπουδαστών ήταν που εκφράζονταν, συσσωματώνονταν και διαμορφώνονταν σε υλική δύναμη παρέμβασης. Στις συνελεύσεις, που αποτελούσαν και το θεμέλιο αυτής της διαδικασίας συσσωμάτωσης αλλά και το πεδίο όπου κρίνονταν και στηρίζονταν οι καταλήψεις, δηλαδή το κύριο μέσο πάλης και στήριξης αυτού του κινήματος.
Στα συντονιστικά και τα άλλα όργανα και επιτροπές και βέβαια τις διαδηλώσεις, την μαζική δυναμική του έκφραση και μέσο της προς τα «έξω» προβολής και παρέμβασης.
Τι είχαμε σ’ αυτό το πεδίο και δεν εννοούμε βέβαια τη δράση της κυβερνητικής ΔΑΠ αλλά ούτε και της ΠΑΣΠ-ρεφορμιστών στων οποίο αναφερθήκαμε τον υπονομευτικό ρόλο. Μας απασχολεί και πάλι το πώς αντιμετωπίστηκε από τις πέραν αυτών δυνάμεις.
Είχαμε μια στάση υποβάθμισης πολλές φορές της σημασίας των συνελεύσεων δηλαδή της βάσης στήριξης αυτού του κινήματος, της μαζικής δουλειάς στις σχολές δηλαδή της διεύρυνσης αυτής της βάσης.
Με αυτή τη λογική τις αντιμετώπισαν περισσότερο σαν πεδίο προβολής των ιδεοληψιών τους, στρατολόγησης κόσμου στις ιδιαίτερες επιλογές τους παρά στη βάση των αναγκών του κινήματος.
Εκεί μάλιστα που τις θεωρούσαν «σίγουρες» «δεν κρατιόνταν» με τίποτα. Οι εξελίξεις βέβαια έδειξαν πώς απαντάει η πραγματικότητα σ’ αυτές τις «σιγουριές».
Ανάλογη μεταχείριση είχαν και τα συντονιστικά και άλλα όργανα πάλης. Όπου αντί να ιεραρχούνται σε πρώτο πλάνο ο συντονισμός, η ενοποίηση, η οργάνωση του αγώνα, οι προσπάθειες διεύρυνσης της βάσης μέσα και έξω από τις σχολές είχαμε και πάλι μικροκομματικές συμπεριφορές που υπονόμευαν την λειτουργία τους.
Άλλο που δεν ήθελε και η ΚΝΕ  που εύρισκε έτσι προσχήματα για να δικαιολογεί τη δική της υπονομευτική-διασπαστική στάση και δράση.
Ως προ το θέμα των διαδηλώσεων. Εμφανίζονται αυτές οι δυνάμεις ότι είναι υπέρ των διαδηλώσεων, δηλαδή της δυναμικής έκφρασης του κινήματος. Ας είμαστε ακριβείς.
Δεν ήταν υπέρ των διαδηλώσεων. Ήταν υπέρ της μιας και μοναδικής διαδήλωσης, αυτής που γινόταν στην Αθήνα και ενάντια σε όλες τις άλλες. Ακόμη χειρότερα. Η επικράτηση αυτής της λογικής λειτούργησε διαλυτικά για όλο το κίνημα καθώς τα πιο ζωντανά στοιχεία των άλλων πόλεων βρίσκονταν τις περισσότερες μέρες στο πήγαινε-έλα στην Αθήνα. Όλα αυτά, χάριν του θεαματικού στοιχείου, «να μας πάρουν οι κάμερες» και ενάντια στις ανάγκες οργάνωσης, στήριξης και διεύρυνσης της βάσης του κινήματος.
Μια και αναφερθήκαμε στο θεαματικό στοιχείο, ας πούμε και για μια άλλη έκφρασή του. Στην λογική όπως πλασαρίστηκε της «σύγκρουσης». Ας είμαστε και πάλι ακριβείς.
Η μεγάλη σύγκρουση στις 8 του Μάρτη ήταν έκφραση της ανάπτυξης αυτού του κινήματος από τη μια, των ζητημάτων που έθεσε, της πολιτικής αντιπαράθεσης που ανέδειξε. Από την άλλη, την πρόθεση της κυβέρνησης να τσακίσει αυτό το κίνημα ακριβώς στη βάση των ίδιων πολιτικών ζητημάτων και θέλοντας να επιβάλει την πολιτική της με κάθε τρόπο.
Από κει και πέρα και αν θέλουμε πραγματικά να ακριβολογούμε θα λέγαμε για την λογική της «ολίγον σύγκρουσης» του «τζατζαρίσματος», όπως συνήθως αναφέρεται. Ως προς αυτό ένα και μόνο ερώτημα. Θα θέλαμε, λοιπόν, να μας εξηγήσουν κάποιοι ποια η διαφορά ανάμεσα στην ίδια λογική που έχει το ΚΚΕ (γιατί το ΚΚΕ λάνσαρε αυτή την πρακτική) στο «πιο ελεγχόμενο» και την ανάλογη της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης στο πιο «ανεξέλεγκτο»; (όσο για τους λεγόμενους «μπάχαλους» είναι μια άλλη υπόθεση). Στην ουσία καμιά. Το κοινό στοιχείο είναι και πάλι η ιεράρχηση σε πρώτο πλάνο του θεαματικού στοιχείου, «να μας πάρουν οι κάμερες», και στη βάση μιας ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης που υποτιμά τις αναγκαιότητες ανάπτυξης του κινήματος στη βάση των πραγματικών του αναγκών και δυνατοτήτων.
Αν παρατηρήσουμε, λοιπόν, συνολικά τη στάση και την πολιτική τους θα δούμε.
Την όπως αναφέραμε αδυναμία, την άρνησή τους να δουν τα πολιτικά ζητήματα που τίθονταν και ανάλογα να κινηθούν.
Στην πραγματικότητα, και παρά τα υποτιθέμενα σχέδια και τις φλυαρίες περί «στρατηγικής», η καθοδηγητική τους γραμμή είχε κατά κύριο λόγο τον χαρακτήρα μιας προπαγανδιστικής ιδεολογικής παρέμβασης, και στη βάση συγκεκριμένων επιδιώξεων.
Δηλαδή την αγνόηση-υποβάθμιση των πραγματικών προβλημάτων και αναγκών που έθετε το κίνημα στις καιροσκοπικές μικροκομματικές τους επιδιώξεις. Ακριβώς γι’ αυτό βλέπαμε να κυριαρχεί αυτή η αγωνία κάποιων για την διαμόρφωση του σχήματος της «γενιάς του 16» άλλων για την υποτιθέμενη «αυτοοργάνωση» ή τον «πόλο» και όλων μαζί για τις …εκλογές!
Ας ρίξουμε ωστόσο μια ματιά σε ορισμένες απόψεις σε κάποιες προσχηματικές ανοησίες που προβάλλονταν σε συγχορδία με τους ρεφορμιστές.
Περί αναγκαιότητας πολιτικοποίησης και παρέμβασης του κινήματος στο πολιτικό πεδίο. Έχω πολλά χρόνια να δω ισχυρότερη πολιτική παρέμβαση στο κεντρικό πολιτικό πεδίο από αυτήν που πραγματοποίησε αυτό το κίνημα.
Περί «χτυπήματος του δικομματισμού» κ.λπ. Από τη μεριά μας είμαστε αντίθετοι σ’ αυτή την αποπροσανατολιστική φλυαρία αλλά ας το παρακάμψουμε προς στιγμήν. Έχει λοιπόν να μας επιδείξει κανείς ισχυρότερο χτύπημα (εδώ και χρόνια) στον δικομματισμό από αυτό που του επέφερε αυτό το κίνημα;
Περί αλλαγής συσχετισμών και τα τοιάυτα. Είναι η σημαντικότερη εδώ και χρόνια παρέμβαση αλλαγής συσχετισμών στον χώρο της νεολαίας και μάλιστα με ευρύτερη απήχηση.
Περί ιδεολογικής παρέμβασης κ.λπ. Με αυτό το κίνημα είχαμε την δραστικότερη μεταβολή και σε πλατιά κλίμακα στις συνειδήσεις της νεολαίας, τουλάχιστον από το ’89-’91.
Με όλα αυτά αναδείχνεται η αδυναμίας τους να κατανοήσουν την πολλαπλότητα της λειτουργίας μιας σοβαρής πολιτικής αναμέτρησης. Τις δυναμικές που αναπτύσσονται στα πλαίσια ενός πραγματικού κινήματος. Τις πολλαπλές επιδράσεις σε όλα τα πεδία, σε βάθος, έκταση και με ρυθμούς αδιανόητους για άλλες περιόδους.
Ναι, αλλά αυτά δεν αρκούν, μας λένε και πάλι σε συγχορδία με τους ρεφορμιστές. Υπάρχει και το πρόβλημα της αριστεράς, του κόμματος, της στρατηγικής του κινήματος, της προοπτικής του κ.λπ.
Μωρέ, τι μας λέτε; Πώς και μας ξέφυγε αλήθεια!
Δηλαδή το φοιτητικό κίνημα θα απαντούσε και μάλιστα «εδώ και τώρα» σε ζητήματα που εκκρεμούν για το παγκόσμιο κίνημα εδώ και δεκαετίες; Τα πίστευαν αλήθεια αυτά που λέγαν;
Γιατί αν δεν τα πίστευαν, είναι απλώς υποκριτές που βάζαν προσχηματικά κάποια ζητήματα για να σπείρουν σύγχυση και να αποπροσανατολίσουν το κίνημα. Αν τα πίστευαν τότε το πρόβλημά τους είναι πράγματι «σοβαρό»!
Άλλη τόση σύγχυση (ή υποκρισία) βρίσκεται στις απόψεις εκείνες όπου μπερδεύανε την έννοια του κινήματος με αυτήν ενός πολιτικού οργανισμού (κόμματος κ.λπ.). Στην άποψη που ούτε λίγο ούτε πολύ ήθελε λέει να μετασχηματιστεί το φοιτητικό κίνημα σε σχεδόν πολιτικό οργανισμό, σε περίπου κόμμα. Σε βάση καθώς πλασάρονταν αυτοοργάνωσης και αμεσοδημοκρατικά. Τώρα βέβαια αυτά τα αμεσοδημοκρατικά κ.λπ. μην τα παίρνετε και πολύ τοις μετρητοίς γιατί όπου μπορούσαν να περάσουν το καπελάκι τους το κάνανε χωρίς κανένα δισταγμό.
Όσο για την προοπτική του κινήματος, αλήθεια ποια προοπτική και ποιού κινήματος, μπορεί να οικοδομηθεί αν δεν πατάει στις μάχες που αναδείχνει η ταξική πάλη και τους όρους που αυτές διαμορφώνουν;
Για ποια προοπτική να μιλήσουμε με μια λογική υποτίμησης αυτών των πολιτικών μαχών, υπονόμευσής τους ως και με διαλυτικές πρακτικές;
Αν από όλα αυτά θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε ένα δεδομένο, σαν το πιο χαρακτηριστικό αλλά και αποκαλυπτικό της λογικής τους, είναι η εκλογική πρεμούρα που τους είχε πιάσει όλους. Αυτή που χαρακτήριζε και διέτρεχε όλη την παρέμβασή τους από την αρχή μέχρι το τέλος. Αλήθεια σε τι είδους Αριστερά προσβλέπουν (που την προσδιορίζουν μάλιστα σαν ριζοσπαστική, ανατρεπτική έως και επαναστατική) όταν μεσούσης μιας πολιτικής αναμέτρησης αυτό που κύρια τους απασχολεί είναι το μέτρημα των κουκιών ενόψει εκλογών, οι οποίες μάλιστα δεν είχαν καν προκηρυχτεί; Ποια αξιοπιστία μπορεί να έχει ένας τόσο απροκάλυπτα εκδηλωνόμενος κοινοβουλευτικός κρετινισμός;

Αυτό το κίνημα έθεσε και ανέδειξε πολλά και σοβαρά ζητήματα.
Έθεσε και θέτει το ζήτημα της συνέχειάς του και όχι μόνο αυτού του αγώνα.
Το ζήτημα της αγωνιστικής διεξόδου, της πολιτικής γραμμής πάλης, που είναι και ο αποφασιστικός παράγοντας.
Έθεσε με εντελώς νέο τρόπο και σε μια εντελώς διαφορετική προωθημένη διάσταση το ζήτημα της νεολαίας σαν στοιχείο των αγώνων που έρχονται.
Έθεσε για άλλη μια φορά το μεγάλο θέμα της Αριστεράς και όχι απλά θεωρητικά αλλά στη βάση συγκεκριμένων δεδομένων όπως αυτά εμφανίστηκαν στα πλαίσια και με όρους πάλης.
Και όπως είναι φυσικό, έθεσε και θέτει το ζήτημα εκτίμησης-απολογισμού αυτής της αγωνιστικής περιόδου.
Θα ξεκινήσουμε από αυτό το τελευταίο.
Από πολλές πλευρές μπαίνουν και διαμορφώνουν το κλίμα και το περιεχόμενο της σχετικής φιλολογίας ορισμένα ζητήματα. Για την ενότητα της Αριστεράς, της δημιουργίας σχημάτων, πόλων, τέτοιων και αλλιώτικων, εκλογικών σχημάτων κ.λπ., κ.λπ.
Το ερώτημα ωστόσο είναι το αν μπορούμε να προχωρήσουμε σ’ αυτή την συζήτηση χωρίς να δούμε αυτά που συντελέστηκαν. Χωρίς την κριτική αποτίμηση αυτού του αγώνα, του τρόπου που αντιμετωπίστηκε από διάφορες πλευρές.
Όσο μας αφορά αυτή η παράκαμψη ενός τόσο σημαντικού ζητήματος, αυτή η «βιασύνη» δεν είναι καθόλου πειστική. Την θεωρούμε σαν συνέχεια της στάσης που κράτησαν και του τρόπου που ιεράρχησαν τα πράγματα ορισμένες δυνάμεις στην διάρκεια αυτού του αγώνα.
Και βεβαίως δεν πρόκειται να συνεργήσουμε σ’ αυτό. Γι’ αυτό και προτάσσουμε αυτή τη διαδικασία συζήτησης, γι’ αυτό και ανοίγουμε αυτόν τον κύκλο εκδηλώσεων. Επειδή πιστεύουμε ότι καμιά πρόταση δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη αν εξ’ αρχής παρακάμπτει αυτή τη σοβαρή αναγκαιότητα.
Όσον αφορά στο ζήτημα της νεολαίας. Ένα πολύ μεγάλο θέμα που σίγουρα θα το αδικούσαμε αν προσπαθούσαμε να το καλύψουμε στα στενά περιθώρια αυτής της ομιλίας. Θα σημειώσουμε μόνο μερικά ουσιώδη. Αυτή η νεολαία ανέτρεψε μια σειρά ιδεολογικούς φραγμούς και αναστολές για να προχωρήσει στο δρόμο ενός μεγάλου αγώνα.
Μέσα σ’ αυτόν τον αγώνα είδε και έμαθε περισσότερο. Όπως αναφέραμε, άλλαξε πολλά δεδομένα αλλάζοντας ταυτόχρονα και η ίδια.
Συνέχισε να αναζητάει απαντήσεις και σε κάθε απάντηση ανακάλυπτε και έθετε νέα ερωτήματα. Ερωτήματα στα οποία θέλουν δεν θέλουν θα κληθούν να απαντήσουν πολλοί.
Πρόκειται για μια ουσιώδη, για μια ποιοτική μεταβολή στη στάση και τις διαθέσεις της νεολαίας. Αυτή η νεολαία αποτελεί πλέον ένα κεφάλαιο του κινήματος. Μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στους αγώνες που έρχονται και να ανέβει ακόμη περισσότερο και η ίδια.
Όμως θα πρέπει να έχουμε κατά νου κάποια πράγματα. Αυτή η νεολαία δέχθηκε και θα δεχθεί πολλές ακόμα επιθέσεις. Επιθέσεις ιδεολογικές, πολιτικές, τρομοκρατικές και κάθε άλλου είδους. Από τη μεριά του συστήματος αλλά και από τη μεριά των ρεφορμιστών. Μόνο που έτσι που έχει προχωρήσει, είναι πλέον πολύ δύσκολο να την χειραγωγήσουν, να την μαντρώσουν ξανά στα ίδια καλούπια. Και επειδή είναι αδίστακτοι, και δεν εννοούμε μόνο τις δυνάμεις του συστήματος, θα προτιμήσουν να την τσακίσουν, να την νεκρώσουν.
Για το μετά, ευελπιστούν ότι -τι θα κάνουν οι νεολαίοι- ως «ηττημένοι» πλέον ψηφοφόροι, θα οδηγηθούν σ’ αυτή ή εκείνη την κάλπη. Αυτός είναι ο κύριος κίνδυνος.
Από την άποψη αυτή έχουν ιδιαίτερη σημασία δυο πράγματα.
Αποφασιστική σημασία έχει όπως ήδη αναφέραμε, η αγωνιστική διέξοδος. Η διαμόρφωση γραμμής πάλης. Η προβολή και η αποφασιστική προώθησή της. Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο πεδίο.
Ταυτόχρονα, καθοριστική σημασία έχει το άνοιγμα ιδεολογικών μετώπων. Απέναντι στις αστικές, σοσιαλδημοκρατικές, ρεφορμιστικές και μικροαστικές οπορτουνιστικές αντιλήψεις. Για την ανάδειξη και την ενίσχυση της επαναστατικής κομμουνιστικής κατεύθυνσης στο κίνημα.
Για το ζήτημα της αριστεράς. Μια μεγάλη συζήτηση και που μάλιστα εκκρεμεί εδώ και πολλά χρόνια.
Μέρος αυτής της συζήτησης πραγματοποιούμε σήμερα και κύρια σε αναφορά με ζητήματα που τέθηκαν το τελευταίο διάστημα.
Στις μέρες μας αναπτύσσεται μια ορισμένη φιλολογία. Όπως αναφέραμε, για πόλους, εκλογικά σχήματα κ.ά. Καταρχάς για το θέμα της ενότητας («όλης» της Αριστεράς). Οι περισσότεροι που αναφέρονται σ’ αυτό μιλάν σαν να υπήρχε πάντα μια «φυσική» ενότητα που κάποιοι την διασπούν από ιδιοτροπία.
Αποφεύγουν κατά κανόνα να αναφέρονται στα αίτια και τους όρους του προβλήματος ή και για να είμαστε ακριβείς αποκρύβουν τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος.
Στην πραγματικότητα εμπορεύονται την αγωνία ενός κόσμου που κάτω από την ανελέητη πίεση του συστήματος αναζητάει λύσεις.
Μόνο που η Αριστερά δεν είναι μια ενιαία και αδιαίρετη «από φυσικού της». Οι διάφορες τάσεις αντανακλούν και εκφράζουν ταξικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά δεδομένα.
Ενοποιείται, στην όποια έκταση, βάθος, μορφή και ποιότητα, στη βάση συγκεκριμένων κάθε φορά ιστορικών, ιδεολογικών και πολιτικών όρων.
Ιστορικά η Αριστερά συνενώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα και με άξονα ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πολιτικό ρεύμα. Το κομμουνιστικό, μπολσεβίκικο, τριτοδιεθνιστικό.
Δυο βασικά οι όροι μιας τέτοιας συγκρότησης. Πρώτο η επαλήθευση στην πράξη της λενινιστικής επαναστατικής στρατηγικής, με την μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση και το πάρσιμο της εξουσίας. Δεύτερο με τον άθλο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που με ηγέτη τον Στάλιν πραγματοποίησαν η εργατική τάξη και οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης που επιβεβαίωνε έμπρακτα ότι το όραμα μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Η ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης από τους ρεβιζιονιστές έθεσε υπό κρίση καταρχάς την πλευρά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μια τέτοια καταλυτικού χαρακτήρα εξέλιξη επέδρασε στο να τεθεί υπό αμφισβήτηση και το σκέλος της λενινιστικής επαναστατικής στρατηγικής.
Η απόπειρα του ΚΚ Κίνας και του Μάο με την ΜΠΠΕ να ανοίξει καινούριους δρόμους δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί.
Η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης και οι ανατροπές των συσχετισμών το ’89-’91 επισφράγισαν μια συνολικά αρνητική εξέλιξη.
Αυτές είναι χοντρικά οι εξελίξεις που διαμόρφωσαν τους βασικούς όρους του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο που δημιούργησαν κυριάρχησαν οι ρεβιζιονιστές-ρεφορμιστικές αντιλήψεις.
Χτυπήθηκαν, συκοφαντήθηκαν, χλευάστηκαν, παραμερίστηκαν οι επαναστατικές κομμουνιστικές απόψεις. Στο ίδιο έδαφος εισέδυσε χωρίς να συναντήσει καμιά πραγματική αντίσταση η αστική ιδεολογία και επέδρασε στην μετατόπιση όλου του ιδεολογικού στάτους σε δεξιά αστική κατεύθυνση.
Έτσι και για σειρά ετών αναπτύχθηκαν και κυριάρχησαν συνολικότερες αντιλήψεις, νοοτροπίες, συνήθειες, πρακτικές που αντιστοιχούν και εκφράζουν όλη αυτή την δεξιά μετατόπιση.
Ακόμη περισσότερο, όλα αυτά έχουν μορφοποιηθεί σε συγκροτημένους πολιτικούς σχηματισμούς με κυρίαρχη στο εσωτερικό τους την τάση αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής τους στη βάση των ίδιων ιδεολογικών και πολιτικών δεδομένων.
Ας δούμε το πρόβλημα σε μια συγκεκριμένη του έκφραση. Λ.χ. σε σχέση με την άποψη για ενότητα όλης της Αριστεράς. Δηλαδή και με ΚΚΕ, ΣΥΝ ενώ κάποιοι βάζουν στο λογαριασμό και το ΠΑΣΟΚ ή την «αριστερά» του. Δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με την άποψη περί ΠΑΣΟΚ.
Ως προς το ΚΚΕ: Αναφερθήκαμε προηγούμενα στη στάση του απέναντι στο κίνημα της νεολαίας και τα ζητήματα που αυτό έθεσε. Δεν θεωρούμε καθόλου αυτή τη στάση του σαν εξαίρεση του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται το ΚΚΕ. Αντίθετα την θεωρούμε σαν έκφραση της ιδεολογικής και πολιτικής του φυσιογνωμίας σαν συνέχεια της πολιτικής που εφαρμόζει και ακολουθεί.
Το ΚΚΕ μετά το ταρακούνημα του ’89-’91 και αναζητώντας ταυτότητα και χώρο ύπαρξης «κατάφερε» εν τέλει να καταλήξει σ’ έναν μπρεζνιεφισμό χωρίς Μπρέζνιεφ. Στην ίδια λογική κατόρθωσε να φτάσει στο βαρυσήμαντο συμπέρασμα της «ματαιότητας των αγώνων». Έτσι αυτοπεριορίζεται στο να αναμένει μεταβολή των διεθνών συσχετισμών. Στο μεταξύ χτίζει γέφυρες με την αστική τάξη. Προσπαθεί να οικοδομήσει «αριστερό» κεφάλαιο με ανέξοδη «κομμουνιστική» ρητορεία. Φιλοτεχνεί «αγωνιστικό» προφίλ με ελεγχόμενες -και μόνον εφόσον είναι απόλυτα ελεγχόμενες και περιχαρακωμένες- «κινητοποιήσεις». Επικεντρώνει όλες του τις προσπάθειες στην στοιχειώδη έστω άνοδο των εκλογικών του ποσοστών και έχει σαν υψηλή του φιλοδοξία να παραμερίσει τον ΣΥΝ σαν προνομιακό συνομιλητή του συστήματος από τ’ «αριστερά».
Όχι μόνο δεν θέλει πραγματικούς αγώνες αλλά «φοβάται» το κίνημα. Ακριβώς επειδή η ηγεσία του γνωρίζει ότι η ανάπτυξη ενός πραγματικού κινήματος θέτει υπό αίρεση όλη αυτή τη λογική, την πολιτική του ΚΚΕ και βέβαια και την ίδια ως ηγεσία.
Αναφερθήκαμε επίσης στη στάση του ΣΥΝ. Ανάλογη ρεφορμιστική, οπορτουνιστική βάση είχε και έχει και η δική του πολιτική. Ο ΣΥΝ, αφού εθήτευσε με ενθουσιασμό στην κλιντονική «αριστερά» και μετά από μια «μεταβατική» περίοδο και αφού «έλαβε υπόψη» τη διάσταση ΕΕ-ΗΠΑ κατέληξε στη σημερινή του έκφραση με τον Αλαβάνο.
Το νέο είναι εδώ η επιδίωξη ενός είδους «κινηματικής στήριξης» των στόχων του, μια άποψη που βρίσκει κάποιο έδαφος και στον χώρο της «ανανεωτικής» ευρωπαϊκής «αριστεράς». Μόνο που αυτό το «νέο» επιστρατεύεται για να στηρίξει πολύ «παλιές» επιδιώξεις. Αυτές της «ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών» από την «αριστερά». Σ’ αυτή τη βάση, και τα «πείσματα» στο ΠΑΣΟΚ έχουν διαπραγματευτικό χαρακτήρα και περιορισμένο ορίζοντα.
Και ας ξαναθέσουμε λοιπόν συγκεκριμένα πλέον το ερώτημα που θέσαμε και προηγούμενα. Μπορεί να προχωρήσει το κίνημα με αυτή την Αριστερά; Μπορεί να αντιμετωπισθεί η επίθεση του συστήματος από πολιτικές δυνάμεις που σε κρίσιμες αναμετρήσεις στέκονται «στην άκρη» ή ακόμα και στρέφονται ενάντια στο κίνημα;
Ακόμη περισσότερο, μπορούμε να βασίζουμε την ανασυγκρότηση του κινήματος σε δυνάμεις που φοβούνται το κίνημα, που εχθρεύονται την κίνηση των μαζών;
Μπορούμε να προσβλέπουμε στο μέλλον με δυνάμεις που έχουν αποδεχθεί την κυριαρχία του κεφαλαίου και την «αρμοδιότητα του συστήματος»;
Σε διαφορετική βάση τίθεται το ζήτημα των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το ερώτημα είναι πόσο διαφορετική και βέβαια πόσο διαφορετική για την κάθε μια από αυτές;
Αναφερθήκαμε προηγούμενα και στην παρέμβαση αυτών των δυνάμεων στις τελευταίες εξελίξεις. Την συμβολή τους, αλλά και τις ανακολουθίες, τις αντιφάσεις, τους καιροσκοπισμούς.
Πρόκειται μόνο για λάθη, αδυναμίες, εκφράσεις σύγχυσης και ανωριμότητας; Υπάρχει και αυτή η πλευρά. Υπάρχουν όμως και βαθύτεροι ιδεολογικοί και πολιτικοί λόγοι.
Από γενική άποψη και αυτές οι δυνάμεις φέρουν και εννοείται με τις ιδιαιτερότητές της η κάθε μια τα αποτυπώματα της οπισθοχώρησης, της ήττας του κινήματος. Της κυριαρχίας των ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών απόψεων και νοοτροπιών.
Της ισχυροποίησης της επιρροής μικροαστικών και αστικών αντιλήψεων.
Καθοριστικός ο ρόλος της πίεσης που ασκεί ο συνολικός αρνητικός συσχετισμός.
Η κυριαρχία της άποψης πως ο καπιταλισμός είναι «μονόδρομος».
Γι’ αυτό και έχουμε τις αντιφάσεις ανάμεσα σε αγωνιστικές διαθέσεις από τη μια και ρεφορμιστικές αποκλίσεις από την άλλη. Γι’ αυτό και έχουμε το φαινόμενο της «μεταπήδησης» από υπερεπαναστατικές σε οπορτουνιστικές δεξιές θέσεις.
Γι’ αυτό και κυρίαρχο σύμπτωμα είναι η «βιασύνη». Η εναγώνια αναζήτηση συνταγών ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Μόνο που το κίνημα έχει τους δικούς του όρους. Δεν επιδέχεται ούτε βραδυπορίες αλλά ούτε και «βιασύνες». Και δεν είναι συμπωματικό που στις πρόσφατες εξελίξεις τα ‘χαμε και τα δύο.
Και «βραδυπορίες» ως προς την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων που έθετε το κίνημα, αλλά και «βιασύνες» τόσο ενόσω εξελίσσονταν όσο και στον τρόπο που θέλησαν να το «κλείσουν».
Με όλα αυτά αναδείχνεται εδώ ένα ζήτημα. Μια διαφορετική οπτική τόσο σε αναφορά με τις αιτίες, τις ρίζες του προβλήματος όσο και τους όρους, τους δρόμους αντιμετώπισής του.
Αν δούμε όλες αυτές τις προτάσεις ενότητας (όλης ή μέρους) της Αριστεράς, επανίδρυσης, ανασυγκρότησής της κ.λπ., θα διαπιστώσουμε ότι απευθύνονται και παραπέμπουν σε μια διαδικασία ενότητας κ.λπ. αυτής της Αριστεράς. Όπως αυτή υπάρχει, με τις ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και τις συνήθειες, τις αδράνειες που έχει παγιώσει σε όλες τις εκφράσεις της.
Αλλά έτσι το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι μια αναπαραγωγή της ίδιας κατάστασης, με άλλες ίσως μορφές.
Όσο μας αφορά, θεωρούμε πως δεν μπορούν να διαμορφωθούν όροι πραγματικής διεξόδου χωρίς να μπούμε σε μια διαδικασία συνολικής αυτοκριτικής. Αυτοκριτικής με την πιο μάχιμη έννοια και που το κυρίως αντικείμενό της θα ‘ναι να πετάξει όλη αυτή την ιδεολογική και πολιτική σαβούρα που έχει σωρευτεί επί χρόνια, στα σκουπίδια.
Δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από το βάλτο χωρίς να μπούμε σε μια διαδικασία συνολικής αναδιαμόρφωσης και ανασύστασης των δεδομένων που συνιστούν τόσο το πρόβλημα όσο και την απάντηση σ’ αυτό.
Εδώ και προς αποφυγήν παρανοήσεων, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα.
Πρώτον, ότι δεν αντιμετωπίζουμε όλες τις δυνάμεις με τον ίδιο τρόπο και πάνω απ’ όλα ότι δεν εννοούμε καθόλου τον κόσμο, τους εργαζόμενους, τη νεολαία που εντάσσονται στα κόμματα και οργανώσεις αναζητώντας έκφραση και στήριξη.
Γνωρίζουμε πολύ καλά πως υπάρχουν πολλές χιλιάδες άνθρωποι, προοδευτικοί, αριστεροί, αγωνιστές, κομμουνιστές, επαναστάτες σε όλη την ελληνική κοινωνία μέσα και έξω από διάφορα πολιτικά σχήματα.
Εννοούμε όλες αυτές τις ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις, απόψεις, λογικές και το πώς είναι διαμορφωμένες, παγιωμένες σε «σώμα» που εμποδίζει το προχώρημα, την κίνηση αυτού του κόσμου.
Δεύτερο, δεν εννοούμε καθόλου πως αυτή η εξέλιξη θα πραγματοποιηθεί από μια δύναμη που θα ‘ρθει από κάπου «αλλού», που βρίσκεται «έξω» και «πάνω» από το πρόβλημα. Την αντιλαμβανόμαστε σαν μια διαδικασία που μας αφορά όλους γιατί όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρισκόμαστε μέσα και όχι έξω από το πρόβλημα και εννοείται με τον τρόπο του ο καθένας.
Τρίτο και καθοριστικό, πως δεν την αντιμετωπίζουμε σαν μια διαδικασία θεωρητικού, ας πούμε χαρακτήρα και μόνο.
Κύρια την αντιλαμβανόμαστε σαν διαδικασία πάλης και στη βάση συγκεκριμένων συναρτήσεων.
Η πρώτη αφορά το θεμελιώδες ζήτημα της ανασυγκρότησης για «εκ νέου» ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της».
Η εργατική τάξη αποτελεί την δύναμη κορμού της λαϊκής πάλης, γι’ αυτό και οι φάσεις ανόδου ή καθόδου του κινήματος συνδέονται ακριβώς με το πού βρίσκονταν το επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης. Εδώ όμως μας ενδιαφέρει περισσότερο μια άλλη πλευρά του ζητήματος.
Το ότι η εργατική τάξη αποτελεί και το πεδίο αναφοράς, αυτό που δίνει υπόσταση στην κομμουνιστική κοσμοαντίληψη και ιδεολογία, γι’ αυτό και άλλωστε χαρακτηρίζεται και σαν εργατική ιδεολογία. Μια ιδεολογία που δεν διαμορφώνεται κάπου έξω και ανεξάρτητα από την τάξη, αλλά σε διαρκή διαλεκτική σχέση, με την κίνηση, την πάλη, την πορεία συγκρότησής της.
Η δεύτερη συνάρτηση αφορά την αναγκαιότητα ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας. Από τη μεριά μας ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν το αντιλαμβανόμαστε σαν πολιτικό εκπρόσωπο της εργατικής τάξης και μόνο.
Το θεωρούμε και σαν μορφή συνένωσης των πρωτοπόρων στοιχείων της τάξης σε ιδεολογική και πολιτική βάση.
Αλλά και πάλι χρειάζονται περισσότερες διευκρινίσεις και εδώ μας ενδιαφέρει επίσης να επισημάνουμε μια ιδιαίτερη πλευρά.
Την πορεία συγκρότησης του κόμματος την αντιλαμβανόμαστε σε διαλεκτική σχέση με την πορεία συγκρότησης της τάξης και ταυτόχρονα σαν μέρος, έκφραση και όσο αυτής της συγκρότησης της τάξης στο ανώτερό της επίπεδο.
Η τρίτη, είναι η συνάρτηση πάλης. Θεωρούμε πως αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και ολοκληρωθεί πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα στην πάλη και με όρους πάλης. Και πάλι μας ενδιαφέρει εδώ μια ιδιαίτερη πλευρά. Θεωρούμε ότι το κίνημα, πέραν όλων των άλλων αποτελεί και το «εργαστήρι» διαμόρφωσης των …«εργαλείων του». Το πεδίο όπου δοκιμάζονται, διαμορφώνονται και αναδιαμορφώνονται, αναδείχνονται και απορρίπτονται, ενώνονται αλλά και διαχωρίζονται ιδέες, απόψεις, αντιλήψεις, πολιτικές γραμμές και οργανώσεις. Μέσα στην πάλη και πάντα με όρους πάλης.
Τα προηγούμενα να προσδιορίζουν την βασική μας πολιτική λογική. Με βάση αυτήν αντιμετωπίζουμε τα ειδικότερα ζητήματα, τις πολιτικές προτάσεις, τα προβλήματα τακτικής, συνεργασιών, μετώπων κ.λπ.
Με βάση αυτή τη λογική ας δούμε το ζήτημα και στη βάση των συγκεκριμένων εκφράσεων-προτάσεων που κατατίθενται.
Δεν θα πούμε τίποτα σε σχέση με προτάσεις ενότητας όλης της Αριστεράς κ.λπ., μια και νομίζουμε πως η άποψή μας έχει γίνει κατανοητή.
Ανάλογες προτάσεις κατατίθενται απευθυνόμενες βασικά στις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Της όπως αναφέρεται ριζοσπαστικής, αντιρεφορμιστικής, ανατρεπτικής ή ακόμη και επαναστατικής.
Αλλά ας είμαστε ακριβείς και συγκεκριμένοι. Είναι όλες οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αντιρεφορμιστικές, για να μείνουμε μόνο σ’ αυτό το χαρακτηριστικό και να μη ζητάμε πολλά-πολλά;
Είναι αντιρεφορμιστικές οι δυνάμεις που κάθε τόσο και ανάλογα τους αέρηδες περιστρέφονται -«κριτικά» όλα κι όλα- γύρω από τον ΣΥΝ, το ΚΚΕ, ακόμη και το ΠΑΣΟΚ;
Και που αλήθεια θα μπορούσαμε να κατατάξουμε δυνάμεις που μετά τη θητεία τους στο Φόρουμ ρίξαν άγκυρα στον ΣΥΡΙΖΑ και την λογική της «χρήσιμης Αριστεράς»;
Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς και συγκεκριμένοι, μιλάμε για μια κατά βάσιν πρόταση. (εκτός και βάλουμε στον λογαριασμό και την πρόταση ΣΥΡΙΖΑ). Η μία λοιπόν και συγκεκριμένη πρόταση αυτού του χαρακτήρα είναι αυτή που προωθείται βασικά από το ΝΑΡ, για την δημιουργία του πόλου της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής κ.λπ. αριστεράς.
Σε σχέση με αυτήν ανακύπτει ένα πρώτο ερώτημα. Είναι πρόταση ενότητας και συνεργασίας; Είναι πρόταση ενότητας, μια πρόταση που θέτει ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση την υιοθέτηση ολάκερης της πλατφόρμας του ΝΑΡ;
Κάποιες δυνάμεις, γνωστού έρματος την βρίσκουν άκρως «ενωτική». Κάποιες άλλες που νιώθουν να πατάν καλύτερα στα πόδια τους (λ.χ. ΑΡΑΝ) «δυστροπούν», αντιδρούν, ελίσσονται, διαπραγματεύονται.
Όσο μας αφορά, φυσικά και απορρίπτουμε μια τέτοια λογική.
Πολύ περισσότερο που έχουμε εντελώς διαφορετική ιδεολογική, πολιτική κατεύθυνση, πολιτική γραμμή και ιεραρχήσεις από αυτές που θέλει να επιβάλλει το ΝΑΡ.
Δεν θα μπω εδώ στην ανάλυση αυτών των διαφορών. Άλλωστε έχουμε αναφερθεί σ’ αυτές αναλυτικά και επανειλημμένα και σκοπεύουμε να ξανααναφερθούμε. Θα σημειώσουμε μόνο δυο-τρία πράγματα. Η τακτική που ακολουθεί το ΝΑΡ (κ.ά.) μέσω των ΕΑΑΚ, ο καιροσκοπικός και ωφελιμιστικός τρόπος που αντιμετώπισε αυτό το κίνημα, ήταν και στην περίπτωσή του έκφραση των ιδεολογικών και πολιτικών του χαρακτηριστικών, των αντιλήψεων και κατευθύνσεών του.
Των ισχυρών ρεφορμιστικών επιδράσεων στη βάση των ιδεολογικών του αντιλήψεων. Αυτές που το οδηγούν σε διαμόρφωση προγραμμάτων μιας «άλλης παιδείας» και «νησίδων  κομμουνισμού» στον καπιταλισμό.
Την αγνόηση της ιμπεριαλιστικής διάστασης του καπιταλιστικού συστήματος, αυτής που οδήγησε στη γνωστή στάση στη διάρκεια των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας.
Το άγχος της υποτιθέμενης «πληρότητας» τη «βιασύνη», την αγωνία της «αναγνώρισης». Αυτή που το οδήγησε παλιότερα να αναζητάει συμμαχίες (αλλά και να συντηρεί γέφυρες) στην ΑΚΟΑ, την «αριστερά» του ΣΥΝ, του ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ, τον …Τσοβόλα. Την πρεμούρα του πλασαρίσματος στο πολιτικό ταμπλό. Αυτής που καθόριζε ώστε όλες του οι κινήσεις μέσα από όλες τις διαδρομές να συγκλίνουν και να οδηγούν στο διακαώς ποθούμενο. Την εκλογική στήριξη. Ψηφίστε μας. Εμείς δεν διατιθέμεθα να συνεργήσουμε σε μια τέτοια λογική. Όσο για τον πόλο, ίσως δημιουργηθεί κάποιος με βάσει τις απόψεις του ΝΑΡ. Θεωρητικά θα μπορούσε και κάποιος άλλος, στη βάση ή κοντά στις δικές μας αντιλήψεις. Η δημιουργία ωστόσο ενός ενιαίου πολιτικού πόλου θα προϋπόθετε σοβαρές αλλαγές τουλάχιστον σε μια από τις δυο διαφορετικές προσεγγίσεις.
Σε παράλληλη τροχιά διατυπώνονται και προτάσεις εκλογικής και μόνο συνεργασίας χωρίς απαιτήσεις συνολικότερων απαντήσεων κ.λπ.
Για τη δική μας λογική αυτό το ζήτημα δεν είναι θέμα αρχής αλλά τακτικής. Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα με κεντρικό του στοιχείο το ότι απευθυνόμαστε σε όλο τον λαό.
Γι’ αυτό άλλωστε και χρειάζεται μια πολιτική πλατφόρμα που δεν μπορεί να περιορίζεται σε μερικά σημεία όπως λ.χ. οι πλατφόρμες κοινής δράσης.
Μόνο που υπό τις παρούσες συνθήκες μια τέτοια πλατφόρμα μπορεί να μορφοποιηθεί μόνο στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων.
Ούτε αυτό είναι απαγορευτικό για τη λογική μας και σε συνάρτηση εννοείται με το είδος των υποχωρήσεων. Αυτή ωστόσο η, ας την πούμε, υποχώρηση είναι νοητή για μας μόνο επειδή έτσι θα υπηρετούνταν ένας σοβαρός στόχος, θα συνδεόταν με ένα σημαντικό πολιτικό αντίκρισμα. Ποιος είναι σήμερα ένας τέτοιος πολιτικός στόχος; Κατά την άποψή μας η οικοδόμηση του μετώπου αντίστασης μέσα από την κοινή δράση. Αν δηλαδή ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να δώσει σοβαρή ώθηση στην κατεύθυνση οικοδόμησης του Μετώπου Αντίστασης.
Υπάρχει αυτή η διάσταση σ’ αυτές τις προτάσεις και κυρίως στην πολιτική αντίληψη των δυνάμεων που τις προωθούν; Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό, ας δούμε λίγο το προεκλογικό τοπίο. Κυρίαρχο μοτίβο στην πολιτική των ρεφορμιστών είναι το ψηφίστε μας για να χτυπηθεί ο δικομματισμός και να πάνε τα πράγματα καλύτερα για τον λαό.
Μόνο που το πραγματικό πρόβλημα είναι η αντιμετώπιση της επίθεσης ενάντια στον λαό και τη νεολαία. Και αυτό, όπως άλλωστε έδειξαν και οι τελευταίες εκλογές στη Γερμανία, δεν απαντιέται με το να τσιμπήσει κάποιος ψήφους παραπάνω το ΚΚΕ ή ο ΣΥΝ. Η διαμόρφωση όρων αντιμετώπισης της επίθεσης του συστήματος βρίσκεται πρώτα και κύρια στα Μέτωπα Αντίστασης και Πάλης. Αυτά που συστηματικά υπονομεύουν οι ρεφορμιστές και δεν εννοούμε μόνο το τελευταίο. Αυτά που βρίσκονται μπροστά μας.
Το δυστύχημα είναι ότι τα ίδια μοτίβα κυριάρχησαν στην ρητορική και την πολιτική δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και μάλιστα σε συνθήκες ενός αναπτυσσόμενου σημαντικού κινήματος. Το πρόβλημα είναι η «δυστοκία» αυτών των δυνάμεων στην διαμόρφωση πολιτικών και πρακτικών όρων κοινής δράσης όποτε ετίθετο τέτοιο ζήτημα. Μια δυστοκία που δημιουργεί ερωτήματα αξιοπιστίας αν την αντιπαραβάλλουμε με την «ευκολία» διαμόρφωσης εκλογικών πολιτικών πλατφορμών που αντικειμενικά έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις και δυσκολίες.
Εμείς εξακολουθούμε να μην μπορούμε να «κατανοήσουμε» το πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο «δύσκολος» στο έλασσον και τόσο «εύκολος» στο μείζον. Εμείς θεωρούμε ότι η υπεράσπιση της αξιοπιστίας του κινήματος είναι ένας θεμελιακός όρος για την παραπέρα προώθησή του.
Από τη μεριά μας επιμένουμε στην προώθηση της γραμμής για οικοδόμηση του Μετώπου αντίστασης μέσα από την κοινή δράση.
Πριν αναφερθώ στο πώς και το γιατί ας πω κάτι για μια ορισμένη κριτική που ασκείται.
Κριτικάρεται η γραμμή του Μετώπου Αντίστασης, επειδή, λέει, δεν είναι ολοκληρωμένη στρατηγική πρόταση. Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε πολύ απλά. Αποτελούν δηλαδή «στρατηγική» πρόταση όλα αυτά τα εγκεφαλικά κατασκευάσματα, όλες αυτές οι «στρατηγικές» αερολογίας που αντιπροτείνονται; Θα πούμε μόνο ένα πράγμα. Κάποιοι βαδίζανε, λέει, «βάση σχεδίου». Κάποιοι άλλοι φαντασιώνονται ότι προχωράν βάσει ενός «συνολικού στρατηγικού σχεδιασμού». Ελπίζουμε να μην έχουν την κατάληξη των προηγούμενων.
Το πραγματικό ερώτημα για μας είναι αν μια πολιτική κατεύθυνση απαντάει στις πραγματικές ανάγκες του κινήματος, αν δίνει διέξοδο με βάση τα πραγματικά δεδομένα. Ως προς αυτό λοιπόν και όσο πιο σύντομα μπορούμε, έχουμε να πούμε τα εξής.
Η γραμμή του Μετώπου Αντίστασης απαντάει στα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες μάζες και η νεολαία από την όλο και πιο άγρια επίθεση του συστήματος.
Δίνη άμεση και συγκεκριμένη πρακτική διέξοδο στις αγωνιστικές τους διαθέσεις αντίστασης και πάλης.
Απαντάει στο πρόβλημα των συσχετισμών, αυτών που διαμορφώνονται καθημερινά σε χιλιάδες μικρές και μεγάλες εμφανείς και αφανείς αναμετρήσεις. Των συσχετισμών μέσα στους οποίους κινούμαστε όλοι το αντιλαμβανόμαστε ή όχι, μέσα στους οποίους πορεύεται το κίνημα, με καλύτερους ή χειρότερους κάθε φορά όρους.
Είναι μια γραμμή που διαπερνάει το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά αλλά και ευρύτερα. Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό. Ο καθένας μπορεί να παρατηρήσει ότι όλες πλέον οι δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά έχουν αναγκαστεί να υιοθετήσουν συνθήματα και θέσεις που κάποτε χλεύαζαν. Της αντίστασης, της κοινής δράσης ή ακόμη και της αναγνώρισης ότι είμαστε σε περίοδο επίθεσης του συστήματος ενάντια στον εργαζόμενο λαό αλλά και άλλες ακόμα.
Ακόμη περισσότερο. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που αυτές οι δυνάμεις συμμετείχαν, ή «σύρθηκαν» (ακόμη και το ΚΚΕ) σε πρωτοβουλίες κοινής δράσης σε διάφορα μέτωπα. Βεβαίως με μισή καρδιά, άλλοι υποκριτικά και ορισμένοι ακόμη και υπονομευτικά.
Το θέμα όμως είναι η δύναμη των πραγμάτων. Το γεγονός ότι όσο περισσότερο, όσο πιο επίμονα και μαχητικά και όσο περισσότερος κόσμος κινείται τόσο αυτές οι δυνάμεις θα υποχρεώνονται είτε να συμπαρατάσσονται, είτε να εκτεθούν και να ξεπεραστούν από την κίνηση του κόσμου.
Ταυτόχρονα και ίσως πάνω απ’ όλα.
Το πεδίο της Αντίστασης είναι το πεδίο όπου πρωταρχικά και κατά βάσιν συγκροτείται η εργατική τάξη.
Το πεδίο όπου συγκροτούνται κινήματα, όπως πρόσφατα της νεολαίας.
Το πεδίο όπου αναδείχνοτναι, μορφοποιούνται και συγκροτούνται ομάδες, οργανώσεις, κόμματα και στη βάση πραγματικών όρων, δηλαδή με όρους πάλης.
Με αυτή την έννοια, το πεδίο όπου συγκροτείται συνολικά το κίνημα και η προοπτική του, μιας και οι όροι αυτής της προοπτικής ή θα υλοποιούνται και εκφράζονται στα έμπρακτα δηλαδή πολιτικά αποτελέσματα της ταξικής πάλης ή πουθενά.
Τέλος, για όλα αυτά που βρίσκονται μπροστά μας.
Αυτά που άμεσα και πάνω απ’ όλα μας απασχολούν τα κυρίως προβλήματα και εκεί που νομίζουμε πως πρέπει να επικεντρωθούν οι προσπάθειες όλων είναι τα μέτωπα πάλης που ανοίγονται μπροστά μας.
Συνεχίζουν να μακελεύονται οι λαοί σ’ όλο τον κόσμο από τον ιμπεριαλισμό. Οξύνεται ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και μάλιστα και στον ευρωπαϊκό χώρο πλέον και ιδιαίτερα με την εγκατάσταση των πυραύλων πολέμου από τις ΗΠΑ.
Σύννεφα μαζεύονται στην βαλκάνια γειτονιά μας με το Κόσσοβο, ενώ τίποτα καλό δεν προοιωνίζει η επίσκεψη του αρχιμακελάρη Μπους.
Ανησυχητικές οι εξελίξεις στη διπλανή μας Τουρκία. Ταυτόχρονα σε αντιδραστική και επικίνδυνη τροχιά η αστική τάξη και η κυβέρνηση καθώς ευθυγραμμίζονται με τα αμερικανικά επιθετικά σχέδια, εμπλέκοντας ταυτόχρονα τη χώρα στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Εδώ έχουμε ανοιχτό ένα βασικό μέτωπο. Το μέτωπο πάλης ενάντια στον πόλεμο, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, την οποιαδήποτε εμπλοκή της χώρας, ενάντια στην εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων που τόσο πρόθυμα αποδέχθηκε η κόρη του Μητσοτάκη. Παραμένει αναπάντητο το ζήτημα της οικοδόμησης του τόσο αναγκαίου μετώπου πάλης των βαλκανικών λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιδρομή. Είναι πάντα ανοιχτό το ζήτημα της εκδήλωσης της διαρκούς μαχητικής αλληλεγγύης σε όλους τους αγωνιζόμενους λαούς.
Ως προς το εσωτερικό μέτωπο.
Ήδη συνεχίζεται και αναμένεται να αναπτυχθεί περισσότερο η επίθεση ενάντια στη σπουδάζουσα νεολαία και συνολικά τη νεολαία της χώρας μας. Ένα ήδη ανοιχτό μέτωπο, ένας αγώνας που πρέπει να συνεχιστεί με την ίδια αποφασιστικότητα αλλά και με μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη στήριξη.
Αναμένεται ενίσχυση της επίθεσης ενάντια στον εργαζόμενο λαό και όπως όλα δείχνουν, η κλιμάκωσή της θα επιχειρηθεί στο πεδίο των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Αυτό άλλωστε επιτάσσουν οι σχεδιασμοί της ΕΕ αλλά και οι παραγγελίες του ΟΟΣΑ.
Ένα μέτωπο αντίστασης στο οποίο από τα τώρα θα πρέπει να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε τους όρους αντίστασης και πάλης.
Με όλο και πιο άγριο τρόπο επιτίθεται το σύστημα ενάντια στα δημοκρατικά δικαιώματα. Εντείνονται τα καταπιεστικά μέτρα, οι επιθέσεις των ΜΑΤ, οι δίκες, οι καταδίκες, οι φυλακίσεις αγωνιστών. Είναι ολοφάνερη και προκλητικά τρομοκρατική η συνέχιση της προφυλάκισης του Παναγιώτη και άλλων κρατούμενων.
Επιτακτική συνεπώς η αναγκαιότητα ενός πλατιού μετώπου δημοκρατικής αντίστασης καθώς είναι ολοφάνερες οι προθέσεις του συστήματος να εντείνει την καταπίεση. Τόσο περισσότερο όσο η προώθηση της αντιλαϊκής, αντιδραστικής πολιτικής σε όλα τα πεδία θα συναντά την λαϊκή αντίσταση και θα έχει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη κατασταλτικής στήριξης.

Εμάς αυτή είναι η πρότασή μας.
Σ’ αυτά τα μέτωπα τους καλούμε όλους.
Από τα τώρα και στην κατεύθυνση διαμόρφωσης όρων κοινής δράσης πολιτικά και πρακτικά.
Έτσι ώστε να ανοίξουμε αυτά τα μέτωπα αντίστασης και στην προοπτική οικοδόμησης ενός συνολικού μετώπου αντίστασης και πάλης.
Όσο για τις εκλογές, ε, κάτι θα κάνουμε και γι’ αυτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου