Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Θεσσαλονίκη. Εκείνες τις μέρες του Μάη του '36…


Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 823, στις 5/5/2018


Εκείνες οι μέρες του λαϊκού ξεσηκωμού στη Θεσσαλονίκη τον Μάη του 1936 έχουν περάσει στο θρύλο. Έγιναν ποίημα, τραγούδι, σινεμά, ζωγραφιά, μνημείο. Για όσους μετείχαν και έζησαν εκείνες τις στιγμές της λαϊκής ψυχικής ανάτασης, δεν ήταν μόνο η νοσταλγία μιας νεανικής υπέρβασης, ήταν η ίδια η νιότη της εργατιάς όταν κάνει έφοδο και γράφει η ιστορία. Αυτή τη νιότη έλαμπαν τα μάτια της κυρά Πολυξένης, γειτόνισσάς μου, παλιάς καπνεργάτριας, μακαρίτισσας χρόνια τώρα, σαν εξιστορούσε πώς νια κοπέλα, απεργός, έτρεχε στη Συγγρού και στην Εγνατία και διαδήλωνε, έχοντας απέναντι τα όπλα των χωροφυλάκων και τα σπαθιά της έφιππης χωροφυλακής.


Μα τι ήτανε τέλος πάντων εκείνος ο Μάης του '36, που τόσα χρόνια μετά μπορεί να ξανανιώνει ανθρώπους, όνειρα κι ελπίδες; Όχι, δεν ήταν μόνο μια δυναμική απεργία, ήταν ένας παλλαϊκός ξεσηκωμός, μια λαϊκή εξέγερση, ένα επαναστατικό ξέσπασμα, που κατέβασε στους δρόμους στη Θεσσαλονίκη και σ' όλη την Ελλάδα χιλιάδες εργατών. Οι κινητοποιήσεις εκείνο το κρίσιμο για την εργατική τάξη τριήμερο συγκέντρωσαν περίπου 500.000 εργαζόμενους σ' όλη την Ελλάδα. 150.000 χιλιάδες άτομα κατέβηκαν στην κηδεία των θυμάτων στη Ευαγγελίστρια και το εβραϊκό νεκροταφείο.
Αν και Μάης, απορίας άξιο ήταν πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια που κρατούσε ο κόσμος που τραγούδαγε το «Πένθιμο Εμβατήριο». Οι καμπάνες βαρούσαν πένθιμα σ’ όλη την πόλη, χιλιάδες λαού ξεχύνονταν με πανό από τις γειτονιές, κραυγάζοντας για εκδίκηση. Στα μέρη όπου δολοφονήθηκαν τα θύματα ο λαός της Θεσσαλονίκης έβαλε επιγραφές: «Εδώ σκοτώθηκε ο.... γιατί αγωνίζονταν για το ψωμί των παιδιών του» και τα γέμιζε με άνθη.
Τον Μάη του 1936 με την ανοχή και τη σύμπλευση όλου του αστικού πολιτικού δυναμικού ο Μεταξάς ολοένα ισχυροποιείται. Το ΚΚΕ δεν παύει να τονίζει ότι ο λαός οδηγείται σ' ένα καθεστώς τρόμου και αίματος, μέσα από την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας. Τα γεγονότα του Μάη του '36 και ο δήθεν κομμουνιστικός κίνδυνος θα δώσουν το πρόσχημα στο Μεταξά για να επιβάλει τη δικτατορία του. Μετά από πολλά χρόνια, μέσα από τα επίσημα αρχεία του Φόρεϊν Όφις, οι δικαιολογίες αυτές θα καταρριφθούν
Όλα άρχισαν στις 29 Απριλίου, όταν με εντολή της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κατέβηκαν σε απεργία. Αιτήματά τους οι αυξήσεις, το συνταξιοδοτικό και οι συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες. Η σύμβαση μεταξύ εργατών και εργοδοτών του 1924, η λεγόμενη «σύμβαση Παπαναστασίου», γρήγορα αθετήθηκε από τους καπνεμπόρους. Το 1936, αντί 140-150 δρχ. οι εργάτες πληρώνονταν με ποσά εξευτελιστικά της τάξης των 40-50 δρχ.
Γρήγορα η απεργία επεκτάθηκε σε Σέρρες, Λαγκαδά, Βόλο, Δράμα, Ξάνθη, Καβάλα, Καρδίτσα, σ' όλη τη χώρα. Η ενότητα των καπνεργατικών σωματείων αποκαθίσταται με τη συγκρότηση της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας. Τα εργοστάσια περιφρουρούνται, οι απεργοσπάστες εμποδίζονται, διάφορες επιτροπές και συλλαλητήρια συγκροτούνται. Στις 7 του Μάη στο Βόλο γίνονται αιματηρές συγκρούσεις και σε πολλές πόλεις ξεσπούν απεργίες αλληλεγγύης. Στις 8 του Μάη η Ε(ενωτική) ΓΣΕΕ καλεί όλους τους εργάτες της χώρας σε απεργία αλληλεγγύης στους καπνεργάτες. Την ίδια μέρα στη Θεσσαλονίκη χιλιάδες απεργοί ξεκινούν πορεία προς το Διοικητήριο για να επιδώσουν ψήφισμα με τα αιτήματα τους.
Στην Εγνατία η πορεία εμποδίζεται να προχωρήσει από μεγάλες δυνάμεις της χωροφυλακής, όμως οι διαδηλωτές σπάνε τη ζώνη της. Η έφιππη χωροφυλακή με τα σπαθιά στα χέρια προσπαθεί να τους διαλύσει. Στον αγώνα που διεξάγεται μπαίνουν οι υποδηματεργάτες που είχαν συγκεντρωθεί στη Βενιζέλου, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί και οι υφαντουργοί. Πυροσβεστικές αντλίες καταβρέχουν τους απεργούς, ενώ οι διαδηλωτές αποδοκιμάζουν τον Γενικό Διευθυντή της Χωροφυλακής Ντάκο, που από απόσταση ασφαλείας παρακολουθεί τα γεγονότα. Μέσα σ' αυτή την ένταση οι χωροφύλακες πυροβολούν στο ψαχνό. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Μακεδονία» «(...) Ομοβροντία πυροβολισμών ριφθείσα υπό των χωροφυλάκων από τη γωνία της οδού Μ. Αλεξάνδρου κατά της ομάδος των σωφέρ αντήχησε ως κεραυνός και ο σωφέρ Αναστάσιος Τούσης εξ Ασβεστοχωρίου έπιπτε νεκρός ενώ δύο άλλοι εργάται ετραυματίζοντο βαρέως. Οι δολοφονικοί πυροβολισμοί επαναλήφθησαν πυκνώτεροι και φοβερή αναταραχή επεκράτησε μεταξύ των εργατών».
Οι εργάτες δεν πτοούνται. Σηκώνουν τον νεκρό Τούση πάνω σε μια πόρτα και ορμούν κατά των χωροφυλάκων που συνεχίζουν το δολοφονικό τους έργο. Καινούργιοι νεκροί και τραυματίες ποτίζουν με το αίμα τους την άσφαλτο. Για προστασία στήνονται οδοφράγματα και οι εργάτες απαντούν στους πυροβολισμούς με πέτρες και τούβλα. Θα γράψει πάλι η «Μακεδονία»: «Οι επελάσεις των έφιππων χωροφυλάκων και οι υποκοπανισμοί των πεζών δεν επέφερον κανέναν κλονισμόν εις τους αμυνόμενους εργάτες, μολονότι καλύπτουν το λιθόστρωτον της Εγνατίας με τα κορμιά των νεκρών και τραυματιών». Δίνεται το εγκληματικό παράγγελμα «Πυρ στο σταυρό». Νέες ομοβροντίες στη γωνία των Χαλκαίων και πέφτει νεκρός ο καπνεργάτης Δημήτριος Λαϊλάνης. Από τις ταράτσες των ξενοδοχείων «Αίγλη», «Παλλάδιον» και των γύρω μεγάρων, χαφιέδες της Ασφάλειας πυροβολούν κατά του άοπλου πλήθους. Σκηνές ηρωισμού, συναδέρφωσης και αυτοθυσίας εξελίσσονται. Κορυφαίο πρόσωπο όλης αυτής της τραγωδίας, η μάνα του Τάσου Τούση, που στο ύψος της οδού Συγγρού, με ανοιχτά τα χέρια πάνω από τον νεκρό γιο της, οδύρεται σκουπίζοντας με μαντήλι το αίμα του. Χρόνια αργότερα η αδερφή του Τούση, Μαρίκα Τούση Μπόχαλη, θα διηγηθεί πως το αιματοβαμμένο εκείνο μαντίλι με το αίμα του Τούση η μητέρα του δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Πριν πεθάνει ζήτησε από τις δυο κόρες της να της δέσουν μ' αυτό τα χέρια στο φέρετρο της.
Οι συμπλοκές συνεχίζονται στην Κολόμβου, Αντιγονιδών, Διοικητηρίου. Στον Βαρδάρη η έφιππη χωροφυλακή, στο ξενοδοχείο «Ίλιον» οι χαφιέδες της Ασφάλειας. «Διαλυθείτε γιατί θα σας φάμε» ωρύονται και πυροβολούν στο ψαχνό. Μπροστά στο βιβλιοπωλείο «Τσονίδη» πέφτει με διαλυμένο το κρανίο η δεκαοκτάχρονη καπνεργάτισσα Αναστασία Καρανικόλα. Η αγανάκτηση κορυφώνεται, το ίδιο βράδυ κηρύσσουν μαζί μ' άλλους 24ωρη απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας και οι εργάτες ηλεκτρισμού, οι φορτοεκφορτωτές και οι λιμενεργάτες. Αναγγέλλεται από τον υφυπουργό Κασιμάτη αύξηση ημερομισθίων, που απορρίπτεται σαν ανεπαρκής. Η κυβέρνηση αποφασίζει έκτακτα μέτρα κι απαντά με νέα μέτρα τρομοκρατίας στο δίκαιο αγώνα των εργατών.
Παρά τις επιστρατεύσεις η απεργία όχι μόνο συνεχίζεται στις 9 Μαΐου, αλλά σε ένδειξη διαμαρτυρίας απεργούν και οι επαγγελματίες και οι βιοτέχνες. Στην οδό Εγνατία στις 10.30 το πρωί ο λαός απελευθερώνει συλληφθέντες απεργούς, ζητά παραίτηση της κυβέρνησης και τη σύλληψη του Ντάκου. Τα συνθήματα «κατάρα» και «αίσχος στους δολοφόνους», «κάτω ο Μεταξάς», ακούγονται παντού. Τριγύρω οι χωροφύλακες, ο στρατός, τα τανκ, τα πολυβόλα. Οι φαντάροι συναδελφώνονται με τους απεργούς, εμποδίζουν στο μέτρο του δυνατού τους χωροφύλακες στο δολοφονικό τους έργο. Οι φαντάροι με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζονται με τους απεργούς. Ο λαός τους σηκώνει στους ώμους. Ο θρύλος ξεκινά. Κάποιος λοχίας πυροβόλησε, λέει, έναν χωροφύλακα που είχε τραυματίσει την αρραβωνιαστικιά του. Φυσικά από τη μεριά των διωκτικών αρχών δεν υπήρχε κανένας νεκρός κι ας έσπευσε να προεξοφλήσει νεκρούς και τραυματίες η φιλομεταξική εφημερίδα «Καθημερινή». Ο λαός κυριαρχεί στην πόλη. Οι χωροφύλακες και οι ασφαλίτες πανικόβλητοι κλείνονται στα τμήματα, από το φόβο του λιντσαρίσματος. Πανικόβλητος ο Μεταξάς στέλνει ένα σύνταγμα πεζικού και πυροβολικού από τη Λάρισα. Στις 10 Μαΐου τέσσερα αντιτορπιλικά καταπλέουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Παρ' όλα αυτά χιλιάδες λαού θάβουν τους νεκρούς του αγώνα, τραγουδώντας το «Πένθιμο Εμβατήριο». Στην κηδεία καταφτάνει κόσμος από τα γύρω χωριά και τις πόλεις. Λιθοβολούν το κτήριο της Ασφάλειας και το Α' Αστυνομικό Τμήμα. Στις 12 Μαΐου καπνέμποροι και κυβέρνηση δέχονται το μεγαλύτερο μέρος των αιτημάτων των εργατών και η απεργία λύνεται. Αντί για την τιμωρία των ενόχων ακολουθεί μπαράζ συλλήψεων και βασανισμών στα τμήματα, δίκες και εξορίες. Ο Μεταξάς αποδίδει ευθύνες για τα γεγονότα στους κομμουνιστές. Στις 14 Μαΐου ο σύνδεσμος βιομηχάνων θα χαρακτηρίσει στην εφημερίδα «Εστία» τα γεγονότα σαν «επιβουλήν των κομμουνιστών κατά της εννόμου τάξεως». Το σκοτάδι της 4ης Αυγούστου ξημέρωνε.
Ογδόντα δύο χρόνια πέρασαν από εκείνες τις ημέρες του Μάη του '36. Μέρες περασμένες μα όχι ξεχασμένες. Δεν είναι μια ανάμνηση, είναι η αίσθηση της μεγαλοσύνης και των δυνατοτήτων της εργατιάς όταν αγωνίζεται για το δίκιο και τη λευτεριά. Είναι το νεανικό βλέμμα της γριάς καπνεργάτισσας, το μήνυμα που έστελνε σ' όλους τους «μοιραίους και άβουλους», που προσμένουν ίσως «κάποιο θάμα», ότι «το δίκαιο θα κριθεί στους δρόμους». Εκείνη ήξερε!
Γ.Χ.

*Στη σύνταξη του κειμένου βοήθησαν οι μελέτες:
Σπ. Λιναρδάτου «Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου». Εκδόσεις Θεμέλιο, 1965.
Βασ. Τζανακάρη «Τότε που ξημέρωνε σκοτάδι». Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002,
 και εφημερίδες της εποχής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου